Σκέψεις για τα εγκλήματα μίσους με βάση τις οδηγίες του διεθνούς οργανισμού ODIHR και την ελληνική νομοθεσία
Επιμέλεια Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Τα εγκλήματα μίσους είναι εγκληματικές πράξεις που υποκινούνται από μεροληψία ή προκατάληψη προς συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων.
Ως εκ τούτου, ένα έγκλημα μίσους περιλαμβάνει δύο διακριτά στοιχεία:
• Είναι μια πράξη που συνιστά έγκλημα σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο
• Κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, ο δράστης ενεργεί βάσει προκατάληψης.
Έτσι, ο δράστης ενός εγκλήματος μίσους επιλέγει το θύμα με βάση τη συμμετοχή του θύματος ή την θεωρούμενη συμμετοχή του θύματος σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Όταν το έγκλημα περιλαμβάνει υλικές ζημίες, η ιδιοκτησία έχει επιλεγεί λόγω της σύνδεσής της με μια ομάδα θυμάτων και μπορεί να περιλαμβάνει στόχους όπως χώρους λατρείας, κέντρα μίας κοινότητας, τα οχήματα ή τα σπίτια μίας οικογένειας.
Η προκατάληψη ή μεροληψία μπορεί να σχετίζεται με τις προεγκατεστημένες αρνητικές γνώμες ή τις μισαλλοδοξίες σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Τα θύματα στα εγκλήματα μίσους μπορεί να στοχοποιούνται λόγω της «φυλής» τους, τη θρησκεία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή άλλους παράγοντες. Τα άτομα με διανοητικές ή σωματικές αναπηρίες ή οι μετανάστες είναι συχνά στόχοι των εγκλημάτων μίσους. Επιπλέον, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι το κίνητρο για ένα έγκλημα μίσους μπορεί να αναμιχθεί με άλλους παράγοντες, έτσι, ένα έγκλημα μπορεί να έχει σαν κίνητρο όχι μόνο το ρατσισμό αλλά και οικονομικά οφέλη για παράδειγμα. Ένα έγκλημα μίσους δεν είναι απαραίτητο να αφορά "μίσος" αυτό καθ’ εαυτό, αλλά οποιοδήποτε έγκλημα τελείται με κίνητρο την προκατάληψη θεωρείται έγκλημα μίσους.
Ωστόσο εγκλήματα μίσους μπορεί να διαπράττονται από ανθρώπους που δεν έχουν ιστορικό δραστηριοτήτων που να σχετίζονται με κίνητρο την προκατάληψη ή άλλων μορφών εγκληματικής συμπεριφοράς. Παρά τη λαϊκή αντίληψη, τα εγκλήματα μίσους δεν διαπράττονται πάντα από μέλη ακραίων ομάδων ή ιδεολογικών κινημάτων. Για τους λόγους αυτούς, τα εγκλήματα μίσους είναι πολύ σύνθετα φαινόμενα που μπορεί να είναι δύσκολο να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν.
Η Νομοθεσία για τα Εγκλήματα Μίσους γενικά
Η νομοθεσία που ασχολείται με τα εγκλήματα μίσους μπορεί να λάβει πολλές διαφορετικές μορφές, αλλά σε γενικές γραμμές υπάρχουν τρεις νομοθετικές προσεγγίσεις.
1) Η πρώτη προσέγγιση είναι να οριστούν οι πράξεις που θεωρούνται ήδη εγκλήματα ως ξεχωριστά, πιο σοβαρά αδικήματα (“ουσιαστικές παραβάσεις”), εάν το θύμα επιλεγεί λόγω της συμμετοχής του σε μια προστατευμένη ομάδα.
2) Η δεύτερη προσέγγιση είναι η επαύξηση ποινής, όπου η κατηγορία πριν από την
δίκη είναι η ίδια σαν να μην υπήρχε κανένα κίνητρο μίσους, αλλά το δικαστήριο μπορεί ή πρέπει να να επιβάλει υψηλότερη ποινή λόγω του κινήτρου, το οποίο θεωρείται επιβαρυντικός παράγοντας.
3) Η τρίτη προσέγγιση περιλαμβάνει τη δημιουργία νόμων από τα κράτη που επιτάσσουν τη συλλογή δεδομένων για τα εγκλήματα μίσους χωρίς να δημιουργούν ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με αυτά, ή να προστίθενται στην ποινική νομοθεσία.
Οι νομοθεσίες που αφορούν τα εγκλήματα μίσους των κρατών μελών διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ομάδων που θίγονται. Στην επικράτεια του Oργανισμού για την Ασφάλεια για την Ευρώπη, η νομοθεσία για τα εγκλήματα μίσους συνηθέστερα αναφέρεται σε εγκλήματα που υποκινούνται από την προκατάληψη απέναντι στα άτομα που στοχοποιούνται λόγω της συμμετοχής τους σε μια ομάδα που ορίζεται από τη «φυλή», τη θρησκεία, την εθνικότητα ή την εθνική προέλευση. Όλο και περισσότερο, οι νόμοι των εγκλημάτων μίσους των κρατών που συμμετέχουν στον ανωτέρω Οργανισμό αναφέρονται επίσης στο σεξουαλικό προσανατολισμό, το φύλο και την αναπηρία.
Πρώτη Υπόθεση Εργασίας
Τη νύχτα της 7ης Αυγούστου 2007 τέσσερις νεαροί άνδρες, δύο εκ των οποίων ήταν ανήλικοι, είδαν έναν άγνωστο με μη Σλαβική εμφάνιση να περπατά σε έναν κεντρικό δρόμο στο Ομσκ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Οι τέσσερις άνδρες επιτέθηκαν και σκότωσαν τον ξένο χτυπώντας΅τον στο κεφάλι και το σώμα με ένα μεταλλικό σωλήνα και γυάλινα μπουκάλια. Η φίλη του ενός από τους κατηγορουμένους τράβηξε το φόνο σε βίντεο με ένα κινητό τηλέφωνο. Αμέσως μετά τη θανάσιμη επίθεση, ένας από τους κατηγορούμενους επιτέθηκε σε ακόμη ένα άτομο με μη Σλαβική εμφάνιση, αλλά το δεύτερο θύμα διέφυγε.
Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για δολοφονία η οποία διαπράχθηκε από μια ομάδα ατόμων από προηγούμενη συμφωνία και υποκινούνται από μίσος ή εχθρότητα κατά εθνικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος του Ποινικού Κώδικα. Ο κατηγορούμενος ο οποίος επιτέθηκε στο δεύτερο θύμα βρέθηκε επίσης ένοχος για εκ προθέσεως πρόκληση σωματικής βλάβης, η οποία διαπράχθηκε από λόγους εθνικού μίσος ή εχθρότητας (άρθρο 115 παράγραφος 2β του Ποινικού Κώδικα). Στην επιβολή ποινών, το δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι οι κατηγορούμενοι άξιζαν επιείκεια, και με την κρίση του δικαστηρίου διαγνώστηκε η προκατάληψη ως κίνητρο των εγκλημάτων. Οι δύο ενήλικοι παραβάτες έλαβαν ποινές φυλάκισης 17 και 15 ετών, αντίστοιχα, και οι δύο ανήλικοι καταδικάστηκαν για εισαγωγή σε ίδρυμα κράτησης νέων για οκτώ χρόνια. Στο θύμα επιδικάστηκε επίσης χρηματική ικανοποίηση για ηθική και υλική ζημία.
Σχόλια που πρέπει να γίνουν με βάση τα πραγματικά περιστατικά
1) Η εθνολογική εμφάνιση του θύματος σε σχέση με εκείνη του δράστη σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη γνωριμίας του με το θύμα αποτελεί εμφανή ένδειξη προκατάληψης του δράστη απέναντι στο θύμα.
2) Τούτη η προσέγγιση των θυμάτων από το θύτη προκύπτει όχι από τη συμμετοχή του θύματος σε συγκεκριμένη μειονοτική ομάδα αλλά από τη μη συμμετοχή του στην ομάδα με την οποία ταυτίζεται ο δράστης ή ανήκει σε αυτήν. Επομένως, η διαφορετικότητα δεν σχετίζεται με προηγούμενη θετική ενέργεια του θύματος (συμμετοχή σε ομάδα, δραστηριότητα μέσα από αυτή) αλλά με τη μη εκδήλωση θετικής ενέργειας που θα ήταν αρεστή στο δράστη.
3) Η εμμονή του δράστη σε επιθετική δράση εναντίον άλλου θύματος αφού ολοκληρώθηκε προηγούμενη σε πρόσωπο που ήδη θυματοποιήθηκε καταδεικνύει ότι οι εκδηλώσεις επίθεσης με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά αποτελούν υπόδειγμα δράσης εναντίον άλλων συνανθρώπων. Συναπώς, πρόκειται για στοιχείο προσωπικότητας του δράστη που έχει εγκατασταθεί σε αυτόν, σε βαθμό ώστε τούτο να τον χαρακτηρίζει.
4) Η βιντεοσκόπηση της επίθεσης καταδεικνύει την επιθυμία της υπόμνησης της επίθεσης προκειμένου να διαδοθεί και να γίνει επευφημία της βίας που προήλθε από κίνητρα προκατάληψης.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΔΡΑΣΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΜΙΣΟΥΣ
Συνήθως οι δράστες των εγκλημάτων μίσους χρησιμοποιούν σημεία και σύμβολα για να υποδηλώσουν την σχέση τους με μία εθνικιστική ιδεολογία. Ενώ λοιπόν η σβάστικα και άλλα σύμβολα των Ναζί είναι γνωστά στους πιο πολλούς υπάρχουν πάρα πολλά άλλα σύμβολα τα οποία δεν είναι άμεσα εμφανή σε κάποιον εκτός της συγκεκριμένης ομάδας. Αυτά συμπεριλαμβάνουν αριθμητικές ακολουθίες, οι οποίες παραπέμπουν σε γράμματα του αλφαβήτου ή σε συγκεκριμένες ημερομηνίες που αντιπροσωπεύουν ομάδες μίσους. Μπορούν επίσης να αποτελούνται από αφηρημένα σχέδια ή μηνύματα τα οποία ίσως να μην είναι εμφανώς συνδεόμενα με κάποια προκατάληψη. Για αυτό το λόγο, οι αστυνομικοί και οι εισαγγελείς ίσως να βοηθηθούν από ειδικά αποδεικτικά στοιχεία σε πιθανές υποθέσεις εγκλημάτων μίσους που σχετίζονται με τέτοια σύμβολα. Κατά συνέπεια, οι έρευνες στο διαδίκτυο και η συμβουλευτική επικοινωνία με ειδικούς στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης θα βοηθούσε στην ταυτοποίηση πιθανού κινήτρου προκατάληψης στο δράστη.
Αν γίνει αντιληπτό ότι τέτοια σύμβολα χρησιμοποιήθηκαν κατά την τέλεση του αδικήματος, τα οποία υποδηλώνουν κίνητρο προκατάληψης, τα ειδικά αποδεικτικά στοιχεία που φανερώνουν το νόημα αυτών των συμβόλων πρέπει να προσδιοριστούν. Ειδικοί για να καταθέσουν μπορούν να βρεθούν μέσα από το Υπουργείο Εσωτερικών ή άλλες αρχές, ενώ κοινωνικές οργανώσεις διαθέτουν στο διαδίκτυο τράπεζες πληροφοριών με τέτοια σημεία και σύμβολα π.χ. η Anti-Defamation League και η Nigdy Wiecej.
Δεύτερη Υπόθεση Εργασίας
Σε σταθμό του Μετρό του Άμστερνταμ δύο άντρες ανέμεναν το μετρό όταν τους πλησίασε ο δράστης και τους ρώτησε εάν ήταν ομοφυλόφιλοι. Όταν τούτο του το επιβεβαίωσαν, ο δράστης προχώρησε σε ένα υποτιμητικό σχόλιο για τους ομοφυλόφιλους με τη δήλωση “Θα σας δείξω εγώ τι τους κάνουμε εμείς τους ομοφυλόφιλους”. Ο κατηγορούμενος χτύπησε με γροθιά έναν από τους άντρες και έπειτα όρμησε χτυπώντας στο κεφάλι τον άλλο. Τελικά έφτασε στο σημείο του συμβάντος η Αστυνομία, πλην όμως ο δράστης ήταν προσβλητικός στα αστυνομικά όργανα και αντιστάθηκε με βία στη σύλληψή του. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόληψη στον Ολλανδικό Ποινικό Κώδικα για εγκλήματα μίσους ο δικαστής κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψιν του τις ειδικές συνθήκες της υπόθεσης, και με βάση τις δηλώσεις και τις προβολές που έγιναν από τον κατηγορούμενο, που φανερώνουν το κίνητρο προκατάληψης του, ο δικαστής του επέβαλλε την ανώτατη ποινή.
Ακολουθούν σχόλια και χαρακτηριστικά που καταδεικνύουν τα εγκλήματα μίσους
Α)Σχόλια
Τα εγκλήματα μίσους είναι ανεξάρτητα από την ύπαρξη ειδικών ποινικών νόμων εγκλημάτων μίσους, ακόμα και από την ικανότητα να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα μίσους ως τέτοιο. Επίσης, κάθε ποινικό σύστημα μπορεί να επιβάλλει ποινή βασιζόμενο στα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης και να διαμορφώσει μία ποινή ανάλογη στη ζημιά που προκλήθηκε από την εγκληματική πράξη. Στην Υπόθεση Εργασίας μας, το δικαστήριο αναγνώρισε ότι τα δύο θύματα στοχοποιήθηκαν για επίθεση από το δράστη επειδή παραδέχτηκαν ότι ήταν ομοφυλόφιλοι και αναγνώρισε την πιθανότητα αποσταθεροποίησης της κοινωνίας από τέτοια βία.
Β) Χαρακτηριστικά που υποδεικνύουν εγκλήματα μίσους
1) Συνθήκες που συνδέονται με το θύμα: Ένα πρόσωπο ανήκει σε μια ομάδα μειονότητας πχ εθνική, θρησκευτική, φυλετική, σχέση του θύματος με ένα πρόσωπο που ανήκει σε μια μειονότητα ή υποστήριξη μίας τέτοιας μειονότητας.
2) Συνθήκες που συνδέονται με τον στόχο του εγκλήματος: Σε μία υπόθεση προσβολής ιδιοκτησίας, αυτό συμπεριλαμβάνει τη γενικότερη λειτουργία του χώρου της προσβολής της ιδιοκτησίας (πχ ως χώρου λατρείας, κοιμητηρίου ή χώρου συγκέντρωσης μιας συγκεκριμένης εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας).
3) Συνθήκες που συνδέονται με το δράστη: συμπεριφορά η οποία είναι γνωστή στις διωκτικές αρχές ότι σχετίζεται με οργανωμένες ομάδες μίσους, ή ότι ο δράστης είχε εμπλακεί προηγουμένως με περιστατικά τέτοιου είδους ή είναι μέλος μιας οργανωμένης ομάδας μίσους.
4) Η συμπεριφορά του δράστη: Σχόλια, χειρονομίες, γραπτές δηλώσεις (που συμβαίνουν είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια της εγκληματικής πράξης), σημεία, σύμβολα, γκράφιτι και σχέδια του τόπου του εγκλήματος.
5) Συνθήκες του χρόνου και του τόπου του εγκλήματος: Για παράδειγμα, αν το περιστατικό συνδέεται με μία εορτή ή μία ημερομηνία σχετική με την ομάδα των θυμάτων, αν ορισμένες εγκληματικές πράξεις έχουν ήδη λάβει χώρα στο ίδιο σημείο ή αν το σημείο του εγκλήματος είναι γενικώς γνωστό ή εκλαμβάνεται σαν ένας χώρος που συνδέεται με μία συγκεκριμένη μειονοτική ομάδα.
6) Το θύμα ή οι μάρτυρες του εγκλήματος το εκλαμβάνουν σαν έγκλημα με κίνητρο την προκατάληψη.
Τα εγκλήματα μίσους μέσα από τα δυο μοντέλα που έχουν επικρατήσει στις εθνικές νομοθεσίες
Η χρήση της λέξης ‘μίσος’ μπορεί να οδηγήσει λανθασμένα αρκετούς στη σκέψη ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να μισεί το θύμα ή την ομάδα του θύματος για να θεωρείται η αξιόποινη πράξη έγκλημα μίσους. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο παράγοντας που καθιστά ένα συνηθισμένο έγκλημα σε έγκλημα μίσους είναι ότι η επιλογή του θύματος από το δράστη βασίζεται σε μια προκατάληψη σχετικά με την ομάδα στην οποία ανήκει το θύμα. Έτσι ο όρος <<εγκλήματα που υπαγορεύονται από προκατάληψη>> χρησιμοποιείται παράλληλα με τον όρο <<εγκλήματα μίσους>>. Ο όρος <<πράξεις διακρίσεων>> μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να τονίσει ότι τα εγκλήματα μίσους είναι μια ακραία μορφή διακρίσεων. Οι νόμοι που αφορούν τα εγκλήματα μίσους χρησιμοποιούν διαφορετική ορολογία για να ορίσουν τα κίνητρα που υπαγορεύονται από προκατάληψη και δεν χρησιμοποιούν πάντα τη λέξη μίσος. Ορισμένοι νόμοι παραπέμπουν σε κίνητρα με έχθρα. Άλλοι δεν παραπέμπουν σε οποιαδήποτε συναισθηματική κατάσταση του κατηγορουμένου, αλλά απλώς τιμωρούν πράξεις, όπου το θύμα επιλέγεται εξαιτίας των χαρακτηριστικών της ομάδας του. Τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την καταδίωξη των εγκλημάτων μίσους καθορίζονται από το νόμο, δηλαδή από το “μοντέλο της εχθρότητας” ή το μοντέλο της ‘επιλεκτικής διάκρισης’ που υιοθετούνται στις εθνικές νομοθεσίες. Πριν τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων ο εισαγγελέας εξετάζει εάν οι σχετικές διατάξεις του νόμου απαιτούν απόδειξη μίσους ή εχθρότητας από την πλευρά του κατηγορουμένου ή αν οι διατάξεις του νόμου απαιτούν μόνο ότι ο δράστης στοχοποίησε ένα άτομο εξαιτίας της πραγματικής ή φερόμενης σύνδεσής του με μία συγκεκριμένη ομάδα. Αυτές οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις είναι γνωστές ως ‘μοντέλο εχθρότητας’ και ως ‘μοντέλο επιλεκτικής διάκρισης’ της νομοθεσίας, αντίστοιχα. Το δεύτερο υιοθετεί μία αντικειμενική προσέγγιση, καθώς η δίωξη απαιτεί μόνο ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε το θύμα εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Έτσι, η επιλογή του θύματος δεν απαιτεί την ύπαρξη αρνητικών συναισθηματικών καταστάσεων εκ μέρους του δράστη προς ένα άτομο ή μία ομάδα. Με πιο απλά λόγια, το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι: το θύμα επιλέχθηκε λόγω της ομαδικής του ταυτότητας, π.χ φυλή, εθνότητα ή θρησκεία, και όχι εάν ο δράστης μισούσε την ομάδα που στοχοποίησε. Επομένως, το μοντέλο αυτό θα εφαρμοζόταν για παράδειγμα εάν ο δράστης ομολογούσε ότι στοχοποίησε ένα μετανάστη από την πεποίθηση ότι οι μετανάστες δε θα ανέφεραν το έγκλημα στην αστυνομία, λόγω της παράνομης παραμονής τους στη χώρα.
Αντίθετα, το μοντέλο εχθρότητας υιοθετεί μία πιο υποκειμενική προσέγγιση η οποία μερικές φορές απαιτεί την ύπαρξη επιπρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων εχθρότητας προς την ομάδα του θύματος. Αυτό θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στην απολογία του δράστη ότι επιθυμεί την αποχώρηση όλων των μεταναστών από τη χώρα του επειδή καταλαμβάνουν δουλειές από τους πολίτες της χώρας του ή στη χρήση ξενοφοβικών απειλών που κατευθύνθηκαν στο θύμα. Σε ορισμένες νομοθεσίες οι διατάξεις για τα εγκλήματα μίσους εμμέσως προβλέπουν για την ανάδειξη της εχθρότητας να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις, αρκούμενες σε απλές ενδείξεις από τέτοιες εκδηλώσεις πχ αν εκστομίστηκαν απειλές εναντίον του θύματος κατά τη διάρκεια της επίθεσης, χωρίς την ανάγκη να συνάγονται κίνητρα εχθρότητας από τέτοιες ενέργειες.
Η Εθνική Νομοθεσία στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα και σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν 927/1979 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν 4285/2014) «1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του Τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει, ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταβολή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών έως τριών ετών και με χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση και με τα μέσα και τους τρόπους που αναφέρονται στην παρ. 1, υποκινεί ή διεγείρει σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη. 3. Αν η πρόκληση, προτροπή, διέγερση ή υποκίνηση των προηγουμένων παραγράφων είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση εγκλήματος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστων έξι μηνών και χρηματική ποινή 15.000-30.000 ευρώ. Σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, επιβάλλεται η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από ένα έως πέντε έτη. 4. Όποιος συγκροτεί ή συμμετέχει σε οργάνωση ή ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των παρ. 1 και 2, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 5. Αν η πράξη των προηγουμένων παραγράφων τελέστηκε από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, επιβάλλεται: α) στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2, φυλάκιση έξι μηνών έως τριών ετών και χρηματική ποινή 10.000 έως 25.000 ευρώ και β) στην περίπτωση της παρ. 3, φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 25.000 έως 50.000 ευρώ». Σύμφωνα εξάλλου με το άρθρο 2 Ν 927/1979 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν 4285/2014) «Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του Τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και η συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου. 2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου τελέστηκε από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο, κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, επιβάλλεται φυλάκιση έξι μηνών έως τριών ετών και χρηματική ποινή 1.000 μέχρι 25.000 ευρώ».
Η ποινική αντιμετώπιση των εγκλημάτων μίσους γίνεται είτε με τη θέσπιση ιδιωνύμων αδικημάτων ή με τη θέσπιση διακεκριμένων εγκλημάτων. Ιδιώνυμα εγκλήματα είναι αυτά που διαφέρουν από τις απλές παραλλαγές των βασικών τύπων εγκλημάτων γιατί έχουν νομική αυτοτέλεια και επομένως νομικό χαρακτηρισμό διαφορετικό από τον βασικό τύπο. Διακεκριμένα εγκλήματα είναι εκείνα στα οποία οι περιστάσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κλιμάκωση επί το βαρύτερο των βασικών τύπων εγκλημάτων.
Με βάση το άρθρο Άρθρο 21
Το άρθρο 81Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται
ως εξής:
«Άρθρο 81Α
Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά
Εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής
ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, το κατώτερο όριο τηςποινής αυξάνεται στους έξι (6) μήνες και το ανώτερο
όριο αυτής στα δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται
κατά ένα (1) έτος.
β) Στην περίπτωση κακουργήματος, που το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής ορίζεται σε πέντε (5) έως δέκα(10) έτη, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο
(2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις κακουργημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά τρία (3) έτη.
γ) Στην περίπτωση εγκλήματος, που τιμωρείται με χρηματική ποινή, το κατώτερο όριο αυτής διπλασιάζεται. Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που
έχει επιβληθεί κατά τα παραπάνω, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του προβλεπόμενου ποσού μετατροπής.»
Άρθρο 29
Μετά το άρθρο 361Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται
άρθρο 361Β ως εξής:
«Άρθρο 361Β
1. Όποιος προμηθεύει αγαθά ή προσφέρει υπηρεσίες ή αναγγέλλει με δημόσια πρόσκληση την παροχή ή προμήθεια αυτών αποκλείοντας από καταφρόνηση πρόσωπα λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών,θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
2. Εάν στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου συμμετείχαν δύο (2) ή περισσότεροι επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι πέντε χιλιάδων
(25.000) ευρώ.»
Ερμηνεία όρων
Διεγείρω: ξεσηκώνω συναισθηματικά, ερεθίζω, αρκεί η προσπάθεια του δράστη να διεγείρει
Υποκινώ: παρακινώ άλλους μέσα από ηγετικό ρόλο
Κακόβουλα: δόλια, με δόλο Α βαθμού, επιδιώκοντας να κάνει κακό πέρα από την προσβολή που ούτως ή άλλως γίνεται καθεαυτή
Προκαλεί: δημιουργεί σε άλλους την απόφαση, δεν προσπαθεί απλώς να υποβάλλει την ιδέα
Δημόσια: με τρόπο ώστε να γίνεται η πράξη ταυτόχρονα αντιληπτή από αόριστο αριθμό προσώπων, μη προσδιορισμένων από πριν ατομικά
Προτρέπω: παροτρύνω, προσπαθώ να προκαλέσω την απόφαση, προσπαθώ να πείσω ή να ενισχύσω την ήδη ληφθείσα απόφαση
Επιδοκιμάζω: δικαιολογώ, έστω και απλώς, προβάλλω δημόσια
Ευτελίζω: μεταβάλλω στο χειρότερο με λόγια ή με σωματικές κινήσεις που επιδρούν σε σύμβολα που σχετίζονται με γεγονότα και έτσι μειώνω σε μεγάλο βαθμό τη σημασία του γεγονότος