ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ ΣΤΙΣ 12/1/2018 ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ποινική Αντιμετώπιση του Φαινομένου της Ενδοοικογενειακής Βίας
Η βία και η κακοποίηση στην οικογένεια, αποτελεί φαινόμενο παλαιό, διαχρονικό και σύνηθες, πρόσφατο πάρα ταύτα ως προς την κοινωνική του αναγνώριση. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, τα κράτη πάντα με τη δικαιολογία ότι τα φαινόμενα της βίας εντός της οικογένειας αποτελούν θέματα ιδιωτικής ζωής, δεν προέβαιναν στην αναγνώριση της ενδοοικογ. βίας, ως παθογένειας της κοινωνικής πραγματικότητας και αντικείμενο έρευνας και κολασμού σε εθνικό επίπεδο. Αυτό παρά τα διεθνή κείμενα τα οποία είχαν υιοθετηθεί τόσο από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ( Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-10.12.1948), τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Διεθνές σύμφωνο οικονομικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων 19.12.1966), τη Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (Ευρωπαϊκός Χάρτης των Δικαιωμάτων του παιδιού-4.10.1979), τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (το 20.11.1989 υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών) , τις συνεχείς συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη λήψη μέτρων και την καταπολέμηση του φαινομένου και τα ψηφίσματα της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών ( 2003/44, 2003/45, 2005/41) για την ανάγκη θέσπισης νομοθετικού οπλοστασίου κυρίως για την προστασία των γυναικών από εκδηλώσεις βίας. Η καθυστέρηση αυτή στη θεσμοποίηση μέτρων και την ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας αλλά και την εξασφάλιση βοήθειας στα θύματα από τα κράτη, εντοπίζεται κυρίως στο γεγονός ότι η προσέγγιση και η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού αποτελεί συνάρτηση των κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών παραγόντων που επικρατούν σε μία κοινωνία και υπαγορεύουν αντιστοίχως τη συμπεριφορά των μελών της. Η βία ειδικά κατά των γυναικών, που συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η οποία (υπογράφηκε από την Ελλάδα στις 11.5.2011, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από την 17.11.2017 μέχρι την 1.12.2017 και) αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη Συνθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης που καλύπτει τόσο το κομμάτι της πρόληψης των μορφών βίας κατά των γυναικών όσο και την εν γένει προστασία των θυμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, αναφέρει ότι η βία σε βάρος των γυναικών συνιστά εκδήλωση των ιστορικά άνισων σχέσεων ισχύος μεταξύ των γυναικών και των ανδρών, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε επικυριαρχία και διακρίσεις κατά των γυναικών από τους άνδρες και στην παρακώλυση της πλήρους προόδου των γυναικών. Αντίστοιχα και η κακομεταχείριση των παιδιών αποδίδεται στην αντίληψη αφενός μεν ότι τα παιδιά θεωρούνται κτήματα των γονέων τους, οι οποίοι μπορούν να τα υποβάλουν σε αυστηρότατες ή εξαντλητικές τιμωρίες, να τα εξαναγκάζουν να δουλεύουν εξαντλητικά ή ακόμη και να τα θανατώνουν και αφετέρου στην πεποίθηση που καλλιέργησε επίσης κακά πρότυπα ανατροφής και αγωγής ότι η αυστηρή σωματική τιμωρία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του γονεϊκού κύρους και την επιβολή κυριαρχίας που περαιτέρω οδήγησε στην εγκληματική κακοποίηση του παιδιού κυρίως από τους γονείς του αλλά και εν γένει από τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν το μεγάλωμα των παιδιών- Η βία σε βάρος των ανδρών δεν φαίνεται να οφείλεται σε στερεότυπα με βάση το φύλο, όσο κυρίως σε παράγοντες κυρίως που ανάγονται στις πτυχές της προσωπικότητας αμφοτέρων τόσο δράστιδος όσο και θύματος (σε προσωπικότητα της συζύγου ή συντρόφου όπου η χρήση βίας εμφανίζεται ως πολιτισμικά αποδεκτή ή αξιολογείται ως αξία, χρήση αλκοόλ και ιστορικό κακοποίησης σε συνδυασμό με την προσωπικότητα του θύματος που παρουσιάζει υπερβολική εξάρτηση από τη γυναίκα ή πάσχει από σοβαρή ασθένεια ώστε να αδυνατεί να αντιδράσει ). Bεβαίως πέραν όλων των ανωτέρω στα αίτια άσκησης βίας δεν πρέπει να παραλείψουμε να συμπεριλάβουμε τα προβλήματα ψυχικής υγείας και δεν αναφέρομαι μόνο στις ψυχικές νόσους (όπως η σχιζοφρένεια και οι ψυχώσεις), αλλά στα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, λόγω της εξαιρετικά πιεστικής και αγχώδους καθημερινότητάς του στο πλαίσιο μίας παρατεταμένης κρίσης, με αποτέλεσμα η λεπτή κλωστή που τον κρατάει στο φάσμα της κανονικότητας να μην είναι εύκολα ορατή και αυτός να οδηγείται και σε συμπεριφορές βίαιες ή και αγριότητας ακόμη. (Βλ. πρόσφατα περιστατικά ασύλληπτης παράνοιας που βιώνουμε στην ελληνική πραγματικότητα τις ημέρες λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς) . Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ως φαινόμενο η βία και ειδικότερα η ενδοοικογενειακή βία δεν κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, το γένος, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη σύνδεση με εθνική μειονότητα, την περιουσία, την καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα του φύλου, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας, την αναπηρία και την οικογενειακή κατάσταση.
Η ενδοοικογενειακή βία συνιστά σύνθετο μοτίβο συμπεριφοράς και περιλαμβάνει ενεργητική ή παθητική βία, όπου η ενεργητική βία συνίσταται σε πράξεις και αναφέρεται στη σεξουαλική, σωματική και ψυχολογική βία, ενώ η παθητική σε παραλείψεις και αναφέρεται συνήθως στη σωματική ή ψυχολογική παραμέληση.
Σεξουαλική κακοποίηση: Περιλαμβάνει το βιασμό, την αιμομιξία και οποιαδήποτε μορφή σεξουαλικής καταναγκασμού, παρενόχλησης και παραβίασης που επιβάλλεται στο θύμα ενάντια στη θέληση του. Εδώ συμπεριλαμβάνεται και η έκθεση σε πορνογραφικό υλικό, όπως και η εκπόρνευση.
Σωματική κακοποίηση: Περιλαμβάνει από ήπιες μέχρι και άγριες σωματικές επιθέσεις από το σπρώξιμο, το τράνταγμα, το κλείδωμα στο σπίτι, τα χαστούκια, την πρόκληση εγκαύματος, την πρόκληση τραυμάτων με χρήση αιχμηρών ή άλλων αντικειμένων όπως ζώνης, καρέκλας κλπ, τη βία που ασκείται σε βάρος γυναίκας που κυοφορεί με σκοπό να προκληθεί αποβολή του κυοφορούμενου, αφορά και εν γένει κακώσεις που μπορεί να καταλήξουν μέχρι και σε μόνιμες σωματικές βλάβες, αναπηρία ή ακόμα και στο θάνατο. Η σωματική βία συνοδεύεται πάντα και από συναισθηματική βία .
Η συναισθηματική – ψυχολογική κακοποίηση συνυπάρχει συνήθως με τη λεκτική και τη σωματική κακοποίηση, μπορεί όμως να υπάρχει και από μόνη της. Περιλαμβάνει σχήματα συναισθηματικής κακομεταχείρισης, δηλαδή με συμπεριφορά με επιθετικό, απειλητικό ή υποτιμητικό ύφος και τόνο και εν γένει συμπεριφορά που αποσκοπεί στην περιφρόνηση προς τo θύμα που κυρίως είναι γυναίκα με στόχο την αποδυνάμωση και υποταγή της.
Περιπτώσεις ψυχολογικής βίας είναι και οι εξής:
Ο έλεγχος στη ζωή του άλλου, με την έννοια της κακόβουλης κυριαρχίας και εξουσίας επάνω του.
- Η απομόνωση από την οικογένεια, τους φίλους, την εργασία και την κοινωνική ζωή, γιατί είναι τρόπος διατήρησης της βίας, καθώς το απομονωμένο άτομο θα αναζητήσει δυσκολότερα υποστήριξη.
- Η παθολογική ζήλια, η οποία αποτελεί ένα ακόμη είδος ελέγχου. Εκδηλώνεται με τη μορφή συνεχούς καχυποψίας, αστήρικτης απόδοσης προθέσεων και τάσης για ολοκληρωτική κατοχή. ·
Η υποτίμηση για τις διανοητικές ικανότητες, τη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη σεξουαλικότητα, κ.λπ., καθόσον μέσω της περιφρονητικής στάσης και των προσβολών, επιδιώκεται να θιγεί η αυτοεκτίμηση της γυναίκας αλλά και η αποδόμηση της προσωπικότητάς της.
- Οι πράξεις εκφοβισμού ή απειλές, π.χ. εκτόνωση σε αντικείμενα, ως επίδειξη δύναμης. Από τις περιπτώσεις ψυχολογικής βίας όπως θα δούμε παρακάτω μόνο η τελευταία περίπτωση των πράξεων εκφοβισμού-παράνομης βίας σε αντικείμενα και οι απειλές προστατεύονται από τις διατάξεις ενδοοικογ. βίας, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις το θύμα, όταν δεν υφίσταται πράξεις σωματικής ή σεξουαλικής βίας είναι απροστάτευτο .
Το 2006, ο νομοθέτης υλοποιώντας τη συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας για παροχή αυξημένης προστασίας στην οικογένεια, την παιδική ηλικία και τoυς υπερήλικες (όπως προβλέπεται από το άρθρο 21 του Συντ.), θέλοντας να ανταποκριθεί στην υποχρέωση της πολιτείας για σεβασμό και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρ. 2 παρ.1 Συντ.), στο άρθρο 7 παρ. 2 Συντ. που ορίζει ότι απαγορεύονται τα βασανιστήρια, κάθε σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας και κάθε προσβολή προσωπικότητας, το άρθρ. 5 για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρ. 5 παρ.1 Σ), το άρθρο 4 παρ. 2 Συντ. σύμφωνα με το οποίο οι ΄Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα, αλλά και προκειμένου να στοιχηθεί προς τα ισχύοντα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ¨Ενωσης και στο διεθνές νομικό πλαίσιο ΄(όπως αυτό προσδιοριζόταν από τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, της συμβάσεις του ΟΗΕ και τις αποφάσεις και οδηγίες της ΕΕ) οργάνωσε το θεσμικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία προσαρμόζοντας την ελληνική έννομη τάξη. Έτσι θέσπισε το νόμο 3500/2006. Στα γενικά χαρακτηριστικά της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου, αναφέρθηκε ότι προκρίθηκε η νομοτεχνική οδός σύνταξης ενός ειδικού και ενιαίου νομοθετήματος ώστε να μη διασπασθεί η ομοιογένεια της νομοθετικής ύλης με την τροποποίηση διατάξεων περισσοτέρων κωδίκων και αφετέρου να διευκολυνθεί η πρακτική εφαρμογή του.
Στο νόμο δεν αναφέρεται στη βία ειδικά σε βάρος των γυναικών, πλην όμως στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται ότι πρωτίστως το φαινόμενο εκδηλώνεται σε βάρος τους αλλά και ότι προστατεύεται και ευρύτερος κύκλος εμπλεκομένων προσώπων, όπως τα παιδιά και οι υπερήλικες. Πλέον με το νόμο αυτό η άσκηση βίας τιμωρείται με ποινές αυστηρότερες απ’ ότι η ίδια η βία μεταξύ μη συγγενών ή μη συνοικούντων συντρόφων, η δε άσκηση βίας παρουσία ανήλικου παιδιού θεωρείται από το Νόμο ως επιβαρυντική περίσταση επειδή ακριβώς το ανήλικο παιδί είναι δυνατόν να υποστεί ψυχική βλάβη αλλά και γιατί τα φαινόμενα βίας επιδρούν αρνητικά στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη των ανηλίκων.
Προστατευόμενα έννομα αγαθά είναι το δι-ατομικό της οικογένειας, αλλά και τα ατομικά αγαθά των ανωτέρω προσώπων (διατήρηση σωματικής ακεραιότητας, ψυχικής υγείας, αξιοπρέπειας, ηρεμίας, ασφάλειας μέσα στην οικογένεια) Ως κεντρική έννοια, γύρω από την οποία κτίζεται το πλέγμα των διατάξεων του ν. 3500/2006 χρησιμοποιείται αυτή της “οικογένειας” αλλά διευρυμένη. Η επιλογή αυτή δέχθηκε έντονη κριτική λόγω του γεγονότος ότι οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ ενηλίκων δεν εμπεριέχουν αυταπόδεικτες και αυτονόητες οικογενειακές σχέσεις, ώστε οι αξιόποινες πράξεις να υπάγονται αυτόματα στην ενδοοικογενειακή βία. Ο νομοθέτης στην αιτιολογική έκθεση προέβαλε ότι κρίθηκε σκόπιμο να προστατευθούν πρόσωπα μέχρι τον 4ο βαθμό, που από το νόμο αναγνωρίζεται και το κληρονομικό εξ αδιαθέτου δικαίωμα .
Το νομοθέτημα απαρτίζεται από 6 κεφάλαια και η βία στην οικογένεια αντιμετωπίζεται αυτοτελώς και συγχρόνως πολλαπλώς σε ποινικό, αστικό και διοικητικό επίπεδο. Τo Kεφ Α΄ ν. 3500/2006 περιλαμβάνει τα δύο πρώτα άρθρα του εν λόγω νόμου, που αποτελούν διατάξεις γενικού ενδιαφέροντος και ορισμούς. Στο Κεφ. Β΄ και δη στα άρθρ 3,4,5,15 αστικού και αστικού δικονομικού δικαίου διατάξεις, στο Κεφ Γ΄με τίτλο Ποινικές Διατάξεις περιγράφονται οι αξιόποινες συμπεριφορές που περιγράφονται στο ν. 3500/2006, περαιτέρω το Κεφ΄Δ΄ (άρθρ. 11-14) αφορά την ποινική διαμεσολάβηση και τις προϋποθέσεις έναρξης και ολοκλήρωσης αυτής, αλλά και τις συνέπειες αστικές και ποινικές αυτής. Στο επόμενο Κεφ. Ε΄με τίτλο Δικονομικές Διατάξεις τυποποιούνται διατάξεις για την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής, όταν το θύμα είναι ανήλικος, την αυτεπάγγελτη δίωξη των εγκλημάτων (άρθρ. 17), την επιβολή περιοριστικών όρων (άρθρ. 18), την εξέταση των μαρτύρων (άρθρ.19) και την υποχρέωση εχεμύθειας εκ μέρους των αστυνομικών αρχών (άρθρ. 20 ν. 3500/2006) Επιπρόσθετα στο Κεφ. ΣΤ΄με τίτλο αρωγή θυμάτων, περιλαμβάνονται διατάξεις για την υλική και την ηθική συνδρομή στα θύματα πράξεων ενδοοικογενειακής βίας (άρθρ 21 και 22) αλλά και οι υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του μαθητή τους κάποιο από τα αδικήματα που περιγράφονται στο νόμο. Τέλος με το άρθρο 24 αφορά την τροπ/ση του άρθρ. 342 ΠΚ που αφορά στην κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια.
Ορισμός του όρου οικογένεια (άρθρ. 1 παρ.2):
Στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου περί ενδοοικογενειακής βίας εμπίπτουν.
- Ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει συγκατοίκηση οι σύζυγοι, γονείς, συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος και εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους (αρ. 1 § 2 περ. α΄Ν.3500/2006).
- Α' βαθμού:
- (κατιόντες - ανιόντες) γονείς, παιδιά
- (εξ αγχιστείας) ο σύζυγος, η σύζυγος, πεθερός, πεθερά
- Β' βαθμού:
- (κατιόντες - ανιόντες) παππούδες, γιαγιάδες, εγγόνια
- (εξ αγχιστείας) γαμπρός, νύφη, κουνιάδος, κουνιάδα (γυναικάδελφοι)
- (εκ πλαγίου) αδέρφια
- Εφόσον συνοικούν οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος ανάδοχης οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια
- Γ' βαθμού:
- (κατιόντες - ανιόντες), προ-παππούδες, προ-γιαγιάδες, δισέγγονα
- (εκ πλαγίου) ανίψια, θείοι, θείες
- Δ' βαθμού:
- (εκ πλαγίου) ξαδέρφια, θείοι και θείες των γονέων, προ-προ-παππούδες, προ-προ-γιαγιάδες, τρισέγγονα
(αρ. 1 § 2 περ. β΄Ν.3500/2006).
Αν δεν συνοικούν εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις στις περιπτώσεις του δικαστικού συμπαραστάτη, ανάδοχου γονέα και επιτρόπου εφαρμόζεται το άρθρο 312 Π.Κ.
- Εφόσον συνοικούν οι μόνιμοι σύντροφοι και τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών.(α. 1 § 2 περ. γ΄Ν.3500/2006).
- Οι τέως σύζυγοι (αρ. 1 § 2 περ. γ΄Ν.3500/2006)
–Στο νόμο δεν συμπεριλαμβάνονται τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια
Ωε Ενδοοικογενειακή βία στο άρθρο 1 ορίζεται: Κάθε αξιόποινη πράξη σε βάρος μέλους της οικογένειας σύμφωνα με τα άρθρα 6,7,8,9 και τα άρθρα 299 και 311 Π.Κ., που αφορούν στην ανθρωποκτονία και τη θανατηφόρο σωματική βλάβη.
Περαιτέρω στην παράγραφο 2 του άρθρ . 1 δίδεται ο ορισμός του θύματος της ενδοοικογενειακής βίας κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη πράξη, κατά τα άρθρα 299 και 311 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και ο ανήλικος κατά την παράγραφο 2, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας.
Ποιες συμπεριφορές θεωρούνται ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με το ν. 3500/2006.
Κακουργήματα και πλημμελήματα
Α) Πλημμελήματα (ποινές φυλάκισης δηλαδή όχι πάνω από 5 έτη:
Προσβολές της Σωματικής ακεραιότητας
- αρ. 6 § 1 ενδοοικογενειακή απλή σωματική βλάβη και εντελώς ελαφριά σωματική βλάβη που προξενείται από συνεχή συμπεριφορά (τουλ. 1χρόνος έως 5 χρόνια ποινή),
- 6 § 2 εδάφιο α΄ ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη (2χρόνια έως 5 χρόνια φυλάκιση)
- 6 § 3 εδάφιο α΄ ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί
- 6 § 3 εδάφιο β΄ ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη τελεσθείσα ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας
Προσβολές της Προσωπικής ελευθερίας
- 7 § 1 ενδοοικογενειακή παράνομη βία,
- 7 § 2 ενδοοικογενειακή παράνομη απειλή,
Προσβολές της Γενετήσιας αξιοπρέπειας
- 9 § 1 ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας,
- 9 § 2 ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε βάρος ανήλικου
- 10 παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης ( για όποιον σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειάς του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι τριών ετών ).
Β) Κακουργήματα:
- ενδοοικογενειακή βαριά σωματική βλάβη (αρ. 6 § 2 εδάφιο β΄) με επιβαρυντική περίσταση αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του (αρ. 6 § 2 εδάφιο γ),
- βασανιστήρια (αρ. 6 § 4 εδάφιο α΄) με επιβαρυντική περίσταση όταν το θύμα είναι ανήλικος (αρ. 6 § 4 εδάφιο β΄),
- βιασμός εντός του γάμου (αρ. 8 § 1),
- κατάχρηση σε ασέλγεια εντός του γάμου (αρ. 8 § 2)
Άρθρο 6 ν. 3500/2006 Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη
Το αδίκημα που στοιχειοθετείται στο αρ. 6 §1 του Ν. 3500/2006 βάλλει κατά της σωματικής ακεραιότητας του θύματος- πάντα μέσα στα πλαίσια της οικογένειας και τιμωρείται το μέλος της οικογένειας που προξενεί (με πρόθεση) σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του ή που με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη. Aν η σωματική βλάβη δύναται να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη πραγματώνεται το πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του αρ. 6, που αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή του αρ. 309 ΠΚ. Επισημαίνεται ότι στην ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη (6 § 2 εδάφιο α΄)η διαφορά που πρέπει να προσεχθεί σε σχέση με το 309 είναι ότι αρκεί για τη στοιχειοθέτηση γι’ αυτή η δυνατότητα να προκληθεί κίνδυνος ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης στο θύμα και δεν απαιτείται όπως στο αρ. 309 ΠΚ αυτός να προκύπτει από τον τρόπο τέλεσης της πράξης. Αν τελικά επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, τότε η πράξη είναι κακούργημα και πραγματώνεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 παρ.2 ν. 3500/2006 που είναι η αντίστοιχη παραλλαγή του αρ. 310 §1 ΠΚ. και γίνεται λόγος για ένα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα, αφού ο δράστης ναι μεν έχει δόλο για την τέλεση της πράξης της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, αλλά η επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος- που πάντα συνδέεται με αιτιωδώς με το βασικό έγκλημα- είναι αποτέλεσμα της αμέλειάς του (αρ. 29 ΠΚ).
Επιπλέον, το αρ. 6 §2, εδ. γ’, αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη, προσεγγίζεται με γνώμονα το αρ. 310 §3 ΠΚ. Ο νομοθέτης δεν συμπεριλαμβάνει περίπτωση ενδοοικογενειακής όπου η σωματική βλάβη είχε ως επακόλουθο το θάνατο του θύματος και επομένως εφαρμόζεται το άρθρο 311 Π.Κ. Άρθρο 6 §3 Ν. 3500/2006. Προστατεύονται οι εγκυμονούσες καθώς και άτομα που είναι λόγω της θέσης τους αδύναμα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους (ηλικιωμένοι, ανήλικοι, ασθενείς κτλ) . Όσον αφορά τις γυναίκες σε ενδιαφέρουσα, αρκεί να αναφέρουμε ότι η επέλευση του αποτελέσματος στο έμβρυο είναι αδιάφορη στο Νομοθέτη, ο οποίος θέλει να προστατεύσει γενικώς την έγκυο γυναίκα, ενώ θεωρείται θύμα ενδοοικογενειακής βίας όχι μόνο ο άμεσα παθών επί του οποίου μπορεί να ασκείται σωματική βία, αλλά και ο ανήλικος (μέλος της οικογένειας) που γίνεται αυτόπτης μάρτυρας μίας βίαιης και καταδικαστέας συμπεριφοράς μέσα στους κόλπους της οικογένειας, διότι η ελληνική έννομη τάξη είναι πλέον πεπεισμένη ότι τα παιδιά που βιώνουν χρόνια την ενδοοικογενειακή βία (σε κάθε της μορφή) σχεδόν αναπότρεπτα καταλήγουν σε παραβατικές συμπεριφορές, αφού αυτές οι βίαιες σκηνές και εικόνες στιγματίζουν την ψυχή τους. Δεν απαιτείται, επομένως, να αποδειχτεί η ψυχική βλάβη του ανηλίκου ενώπιον του οποίου τελείται μία εγκληματική πράξη στην οικογένεια, αλλά αρκεί η παρουσία του στο χώρο. Με την πράξη του αρ. 6 § 4 εδάφιο α΄ τυποποιείται ως διακεκριμένη παραλλαγή σωματικής βλάβης ο βασανισμός του θύματος και η πρόκληση ψυχικής βλάβης, ιδίως με πράξεις εγκλεισμού ή απομόνωσής του για τις έννοιες αυτές λήφθησαν υπόψη οι προβλέψεις του αρ. 137 Α § 2, 3 ΠΚ. Η μεθοδευμένη πρόκληση σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη είναι συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Αυτό σημαίνει ότι αν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την κάμψη της βούλησης του θύματος δεν ανακοπούν από οποιαδήποτε αιτία, εν τέλει, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε βλάβη της υγείας εκείνου. Η τελευταία παράγραφος (5) του αρ.6 του Νόμου περί Ενδοοικογενειακής Βίας διευρύνει τον κύκλο των ενδεχόμενων δραστών αφού σε αυτούς πλέον συγκαταλέγονται και όσοι εργάζονται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας και η άδικη πράξη τους στρέφεται κατά προσώπου που δέχεται τις εκεί υπηρεσίες τους. Ο λόγος για τον οποίο ο Νομοθέτης προέβη σε αυτή την κίνηση είναι αφενός διότι το θύμα είναι συνήθως- αν όχι πάντα- ένα πρόσωπο που χρήζει φροντίδας και ειδικής μέριμνας ενώ ταυτόχρονα ο θύτης συνήθως έχει δημιουργήσει μαζί του μία ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης- οφείλει σε κάθε περίπτωση.
Υποκειμενική Υπόσταση.
Σε γενικό επίπεδο και εκ της δομής του αρ. 6 του Ν. 3500/2006 διαπιστώνουμε ότι για την πλήρωση της υποκειμενική υπόστασης της ενδοοικογενειακής βλάβης απαιτείται τουλάχιστον ενδεχόμενος δόλος (δηλ. μας αρκεί οποιοσδήποτε δόλος)ενώ όσον αφορά, περεταίρω, το αρ. 6 § 2, εδ. β’ του Νόμου, πρόκειται- όπως ήδη έχουμε αναφέρει- για εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, οπότε ναι μεν ως προς το βασικό έγκλημα είναι αρκετός και ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά ως προς το επιπρόσθετο- και πιο βαρύ- αποτέλεσμα απαιτείται αμέλεια του δράστη. Περαιτέρω το εδάφιο γ’ της ανωτέρω παραγράφου του άρθρου 6 του Ν. 3500/2006 απαιτεί δόλο α΄ή β ΄βαθμού
Για τα εγκλήματα του αρ. 7 Ν.3500/2006 ενδοοικογενειακή παράνομη βία (7 § 1) και ενδοοικογενειακή παράνομη απειλή (7 § 2)
Συνιστούν διακεκριμένες παραλλαγές των άρθρων 330 και 333 ΠΚ, όμως σε σχέση με το αρ. 330 ΠΚ διευρύνεται η έννοια της βίας ως μέσο τελέσεως του εγκλήματος ( δηλαδή ο νομοθέτης επιθυμεί να συμπεριλάβει κάθε μορφής βία στη νομοτυπική υπόσταση του σχετικού εγκλήματος, με σκοπό τον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή που δεν είχε υποχρέωση να δεχτεί και στην οποία εν τέλει οδηγήθηκε ύστερα από κάμψη της βούλησής του με παράνομο και ανήθικο τρόπο. Αναφορικά, τώρα, με τη δεύτερη παράγραφο του αρ. 7 του Ν. 3500/2006 για να συντρέχει το στοιχείο της απειλής
άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης και θα πρέπει ο δράστης να μην έχει το δικαίωμα
να προβεί σε αυτή, διότι αντιτίθεται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα
δικαίου – Η απειλή θα πρέπει να μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, (προφορικά ή εγγράφως, ρητά ή σιωπηρά, με νεύματα ή άλλες
απειλητικές κινήσεις κ.λπ). Παράλληλα, είναι αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν η τελευταία ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι αλλά αρκεί ότι το θύμα περιήλθε σε τρόμο ή ανησυχία.
.
Άρθρο 8 παρ. 1 ν. 3500/2006 Εκφεύγει των ορίων της παρούσας η διεξοδική ανάλυση του βιασμού και της κατάχρησης σε ασέλγεια –Επισημαίνεται ότι μέχρι την ψήφιση του νομου το στοιχείο της εξώγαμης συνουσίας αποτελούσε μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος τόσο του βιασμού όσο και του αδικήματος του άρθρου 338 ΠΚ
Με το αρ. 9 ν 3500/2006 αντιμετωπίζονται οι ενδοοικογενειακές προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας, όπου σε αντίθεση με το άρθρο 337 ΠΚ, η σοβαρότητα της επίθεσης κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας δεν αναφέρεται στη βαναυσότητα της προσβολής, αλλά στη βαναυσότητα του τρόπου με τον οποίο διαπράχθηκε (ιδιαίτερα ταπεινωτικός λόγος ή έργο). Έτσι στο άρθρο 9 ν 3500/2006 σε αντίθεση με το εκείνο το άρθρο που στοιχειοθετεί την ίδια πράξη όταν αυτή τελείται έξω από την οικογενειακή εστία (αρ. 337 ΠΚ) ο νομοθέτης δεν απαιτεί για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης ο δράστης να προβεί σε ασελγείς χειρονομίας και προτάσεις για τέλεση ασελγών πράξεων αλλά την ύπαρξη ιδιαίτερα ταπεινωτικού λόγου η έργου που να ανάγονται στη γενετησία ζωή.
Βεβαίως να αναφερθεί ειδικά ότι παρά την ψήφιση του ν. 3500/2006 υπάρχουν διατάξεις οι οποίες αφορούν αδικήματα που τελούνται από πρόσωπα που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς και εξακολουθούν να εφαρμόζονται σήμερα, διότι δεν τυποποιείται κάποια αντίστοιχη συμπεριφορά στο νόμο για την ενδοοικογενειακή βία . Συγκεκριμένα πρόκειται για διατάξεις που τυποποιούνται στο 19 κεφάλαιο του ΠΚ, με τίτλο «Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, αναφορικά με τα οποία οι οικογενειακοί δεσμοί, άλλοτε θεμελιώνουν και άλλοτε επιτείνουν την ποινική απαξία και είναι : Το αδίκημα της αιμομιξίας (345 ΠΚ), της ασέλγειας μεταξύ συγγενών (άρθρ. 346 Π.Κ.), τα εγκλήματα της μαστροπείας (άρθρ. 349 παρ. 2γ Π.Κ) και της σωματεμπορίας (άρθρ. 351 παρ.4 β Π.Κ). όταν αυτά τελούνται από συγγενή του θύματος.
Για τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας όπως και της γενετήσιας ελευθερίας, αλλά και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δεν προβλέπεται παράβολο από το νόμο, γεγονός που σημαίνει ότι το θύμα μπορεί να υποβάλλει μία απλή καταγγελία χωρίς να πρέπει να υποβληθεί σε δαπάνη, πάρα ταύτα ζήτημα γεννάται από το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνονται στο νόμο για την ενδοοικογεν. βία όπως τα αδικήματα της εξύβρισης, που πάντα ή σχεδόν συνοδεύει τα περιστατικά της βίας,φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, αυτοδικίας, όπως και το αδίκημα της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης (εκχυμώσεις, εκδορές, θλάσεις, ζάλη, κεφαλαλγία, εγκεφαλική διάσειση κτλ), όταν δεν είναι με συνεχή συμπεριφορά, που δεν καταλαμβάνεται από το νόμο 3500/2006 και επομένως απαιτείται παράβολο, με αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός εγκλήσεων που αφορούν περιστατικά βίας να απορρίπτονται σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Δικονομικές διατάξεις
Στις περιπτώσεις των άρθρων 6,7, 9,10 εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία Ο αστυνομικός που επιλαμβάνεται στο πλαίσιο προανάκρισης, σύμφωνα με το αρ. 243 § 2 ΚΠΔ, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας επέχει υποχρέωση εχεμύθειας κατ’ αρ. 22 Ν.3500/2006 και απαγορεύεται να ανακοινώνει με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητα τους. Η παράβαση της υποχρέωσης αποτελεί πλημμέλημα με απειλούμενη ποινή φυλάκιση μέχρι δυο ετών (αρ. 22 § 2 Ν.3500/2006). Απαραίτητες ενέργειες σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας στις οποίες διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα είναι οι ακόλουθες: σύνταξη έκθεσης εξέτασης μάρτυρα για το θύμα, παραπομπή θύματος για Ιατροδικαστική εξέταση και ενημέρωση του αρμόδιου Εισαγγελέα. Σε περίπτωση αδυναμίας άμεσης εξέτασης από ιατροδικαστική υπηρεσία, όπως λόγω αργιών, ενδείκνυται το θύμα να παραπέμπεται σε δημόσιο νοσοκομείο για την άμεση καταγραφή των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων όσο και για άμεσο κλινικοεργαστηριακό έλεγχο και πιθανή ιατροφαρμακευτική κάλυψη.
Κατά το σχηματισμό της δικογραφίας εξετάζονται
Μάρτυρες μέλη της οικογένειας Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του νόμου 3500/2006, σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας τα μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο. Με το άρθρο 222 εδ. α ΚΠΔ δίνεται η δυνατότητα στο/-η σύζυγο και τους συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου έως και το δεύτερο βαθμό (δηλαδή γονέας - παιδί, αδέρφια) να αρνηθούν τη μαρτυρία τους και στην προδικασία και στο ακροατήριο. Αντίθετα όταν κατηγορούμενος είναι ανήλικος η μαρτυρία των συγγενών είναι υποχρεωτική, στην περίπτωσή του όμως ο Εισαγγελέας θα πρέπει να ανατρέχει στις διατάξεις του άρθρου 45Α ΚΠΔ για αποχή από την ποινική δίωξη, σύμφωνα με το άρθρο του νόμου 3500/2006.
Ανήλικο θύμα Προδικασία: Οι ανήλικοι σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, παρά διαβάζεται η κατάθεσή τους, εκτός αν η εξέτασή τους κρίνεται απαραίτητη από το δικαστήριο (άρθρο 19 §2 ν.3500/2006). (Βλ. όμως αντίθετα άρθρο 226Α ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση στο ακροατήριο διαβάζεται η γραπτή κατάθεση του θύματος και μόνον όταν είναι άκρως απαραίτητο καλείται το θύμα να ξανακαταθέσει στο ακροατήριο, υπό την προϋπόθεση ότι είναι πλέον ενήλικος). Συγκεκριμένα οι ανήλικοι μάρτυρες θύματα αδικήματος ενδοοικογενειακής, όταν υπάρχει και αδίκημα κατά της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας ή και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής προετοιμάζονται κατά την προδικασία από έναν παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο για την εξέταση που πρόκειται να λάβει χώρα με ανακριτικό υπάλληλο (ΚΠΔ 226 Α). Όπως προαναφέρθηκε, ο ειδικός επιστήμονας παρίσταται και κατά την εξέταση του παιδιού. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και, όταν είναι δυνατόν, καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Η συνέντευξη γίνεται σε χώρο ειδικά προσαρμοσμένο γι’ αυτόν το σκοπό και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Εκπαιδευτικός- μάρτυρας: Το άρθρο 23 ν. 3500/2006 ορίζει ότι ο εκπαιδευτικός της Α΄βάθμιας ή Β΄βάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 37 ΚΠΔ, ανακοινώνει την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο Εισαγγελέα ή την πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί των ιδιωτικών Σχολείων και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως μονάδων Προσχολικής Αγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 του νόμου 3500/2006, ο διευθυντής της σχολικής μονάδας που ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις αρμόδιες αρχές και ο εκπαιδευτικός που τη διαπίστωσε ή πληροφορήθηκε, καλούνται να εξεταστούν ως μάρτυρες κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνον αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με άλλο αποδεικτικό μέσο.
Μάρτυρες με ειδικές γνώσεις: Όταν είναι απαραίτητη η κρίση ειδικών επιστημόνων για να διαγνώσουν μια κατάσταση που δεν υφίσταται πια, καλούνται και εξετάζονται ως μάρτυρες άτομα με τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται (ΚΠΔ 203).
◆ Σημειωτέον, με το άρθρο 12 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση (Lanzarote) η χώρα μας έχει δεσμευτεί να διασφαλίσει ότι οι κανόνες εμπιστευτικότητας που επιβάλλονται σε μερικούς επαγγελματίες, δεν αποτελούν εμπόδιο στη δυνατότητα να αναφέρουν στις αρμόδιες υπηρεσίες καταστάσεις για τις οποίες να έχουν εύλογη υποψία ότι το παιδί είναι θύμα σεξουαλικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης. Προς αυτό το σκοπό, στον κυρωτικό νόμο της Σύμβασης (3727/2008) στο Κεφάλαιο Α’, Άρθρο 2 §3 αναφέρεται ρητά ότι είναι επιτρεπτή η παρέκκλιση από την υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας σε όσους έρχονται σε επαφή με παιδιά προκειμένου να αναφέρουν στην αρμόδια αρχή πιθανή σεξουαλική κακοποίηση ή εκμετάλλευση παιδιού.
Ο επαγγελματίας ως μάρτυρας: Οι επαγγελματίες είναι δυνατόν να κληθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες, ιδίως στην περίπτωση που οι ίδιοι διαπίστωσαν την κακοποίηση ή παραμέληση του παιδιού μετά την πρώτη ανίχνευση, σχετικά με τα όσα είδαν. Οι γιατροί και οι βοηθοί τους δεν μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες όσα εμπιστευτικά έμαθαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους εκτός από την περίπτωση που ειδικός νόμος επιτάσσει να τα αναγγέλλουν στις αρχές (ΚΠΔ 212 §1 περ. γ). Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) είναι ειδικότερος νόμος και προβλέπει ότι η άρση απορρήτου επιτρέπεται μεταξύ άλλων όταν «ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου, ουσιώδους δημόσιου συμφέροντος ή συμφέροντος του ίδιου του ιατρού ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά» (α.13 §3 περ. β). Όταν θίγεται η ζωή, η υγεία και η αξιοπρέπεια ενός παιδιού, υπάρχει έννομο συμφέρον του παιδιού να προστατευτεί.
Προστασία των μαρτύρων Σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου 3500/2006 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών μέχρι τριών ετών όποιος σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειάς του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση δικαιοσύνης. Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να κάμψει την αντίσταση μερικών συγγενών που φοβούνται να μιλήσουν καθώς δίνει εγγυήσεις για την προστασία τους και την τιμωρία του εκφοβιστή.
Θεσμός Ποινικής Διαμεσολάβησης
Ακόμη και μετά την υποβολή καταγγελίας, είτε αυτή εξετάζεται ακόμη, είτε ο δράστης ήδη έχει συλληφθεί και πρόκειται να δικαστεί, εφόσον τα μέρη το επιθυμούν και το ζητήσουν μπορούν να υπαχθούν στο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, η εισαγωγή του οποίου είναι πρωτοποριακή για το ελληνικό ποινικό σύστημα. Δηλαδή δίδεται μία ευκαιρία στα δύο μέρη της ενδοοικογενειακής βίας, να βρουν μία συμβιβαστική λύση με τη βοήθεια των ειδικών και παρά την αρχική εμπλοκή να απεμπλακούν από την ποινική διαδικασία.
Στόχος της ποινικής διαμεσολάβησης είναι η κατά το δυνατόν επανόρθωση από τους δράστες της βλάβης που υπέστησαν τα θύματα, η συνειδητοποίηση των συνεπειών και του πόνου των αδικημάτων ενδοοικογεν. βίας στα θύματα, η συμφιλίωση των θυμάτων και των δραστών, ενώ ταυτόχρονα ως θεσμός συμβάλει στην επανένταξη του δράστη και στην επανακοινωνικοποίησή του, χωρίς ταυτόχρονα από την υπαγωγή του στο θεσμό να σημαίνει καθοιονδήποτε τρόπο ότι ο δράστης είναι ένοχος ή να παράγεται τεκμήριο για την ενοχή του σε σχέση με την πράξη που του αποδίδεται.
Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά: α) να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ότι β) θα παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό - θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές- Ο δράστης που δέχεται να υποβληθεί στο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης ενημερώνεται ότι παρακολουθεί ένα επιβεβλημένο συμβουλευτικό πρόγραμμα, σκοπός του οποίου είναι να μετασχηματισθεί αυτή, σε συνεργασία για την επίλυση των προβλημάτων του δράστη με τον ίδιο του τον εαυτό και την οικογένειά του και γ) ότι θα άρει ή θα αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.
Αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται κατ' αυτήν και να ακούγεται. {Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου αντιπροσωπεύουν τον ανήλικο στη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και για τις αστικές αξιώσεις. ( Οι σχετικές με την ποινική διαμεσολάβηση διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται, αν ο φερόμενος ως δράστης της πράξεως ενδοοικογενειακής βίας είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του ανηλίκου.
- Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολούθησής του με σχετικό πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας
- Έτσι εφόσον κατά τα ανωτέρω τηρηθούν οι όροι της ποινικής διαμεσολάβησης για μία τριετία, εξαλείφεται η ποινική αξίωση της Πολιτείας.
- ( ο νομοθέτης προβλέπει δηλαδή ότι η καταγγελία σταματά στο σημείο της ολοκλήρωσης της ποινικής διαμεσολάβησης και είτε η καταγγελία απορρίπτεται ως αστήρικτη στο νόμο εφόσον η διαδικασία του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης ολοκληρώνεται διαρκούσης της προκαταρκτικής εξέτασης ή εφόσον ακολουθήθηκε η αυτόφωρη διαδικασία το δικαστήριο παύει οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη.)
Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 6 ν. 3500/2006 «Αν τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξης είναι περισσότερα, για την έναρξη της Διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης απαιτείται μεταξύ τους συμφωνία. Το ίδιο ισχύει και αν η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τα προηγούμενα εδάφια, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή.
Αυτή η συμφωνία των μερών σύμφωνα με το άρθρο 14 ν. 3500/2006 ισχύει ως συμβιβασμός ως προς τις χρηματικές αξιώσεις (υπό την έννοια του άρθρου 871 ΑΚ). Αν εντός 3ετίας από την αρχειοθέτηση της υπόθεσης (με διάταξη του εισαγγελέα) ο φερόμενος ως δράστης δεν συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης, τότε αυτή μπορεί να ανατραπεί με πρωτοβουλία του παθόντος.
Η συμφωνία του παθόντος συζύγου για την έναρξη της ποινικής διαμεσολάβησης δεν εμποδίζει την άσκηση διαζυγίου ή την υποβολή αίτησης συναινετικής λύσης γάμου, ούτε την πρόοδο της τυχόν αρξάμενης δίκης και τη λύση του γάμου. Μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης, αποκλείεται η ανατροπή της συμφωνίας για οποιονδήποτε λόγο καθώς και η αναζήτηση των καταβληθέντων σε συμμόρφωση αυτής
Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης εμφανίζει ορισμένα προβλήματα διότι:
Τέλος όταν τα μέρη υπάγονται στο θεσμό της π.δ. δεν προβλέπεται αντίστοιχη δυνατότητα υπαγωγής των μερών για αδικήματα τα οποία δεν εμπίπτουν στο νόμο για την ενδοοικογενειακή βία αυτεπαγγέλτως ή κατ’ έγκληση διωκόμενα ποινικά αδικήματα με αποτέλεσμα η διαδικασία ως προς τα αδικήματα αυτά να πρέπει να εξακολουθεί χωρίς καμία διάκριση.
Επιπλέον δεν λειτουργεί ενός μηχανισμός εποπτείας και παρακολούθησης της συμμόρφωσης στους όρους ποινικής διαμεσολάβησης και η υποτροπιάζουσα συμπεριφορά να διακριβώνεται άμεσα και όχι συμπτωματικά. Αυτό σημαίνει ότι αν υπαχθείτε σε ποινική διαμεσολάβηση οι ίδιες πρέπει να καταγγείλετε ότι νέα περιστατικά λαμβάνουν χώρα σε βάρος σας
Δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη για τα αλκοολικά ή εξαρτημένα άτομα -δράστες ενδοοικογενειακής βίας ουδόλως βοηθά στην πρόληψη και αντιμετώπιση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας.
Στο άρθρο 18 ρυθμίζονται τα σχετικά με τους περιοριστικούς όρους που μπορούν να επιβληθούν στον κατηγορούμενο και προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, ο περιοριστικός όρος της απομακρύνσεως του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Η ισχύς του εν λόγω περιοριστικού όρου παύει αυτοδικαίως μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως ή της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία αρχειοθετείται η υπόθεση λόγω ποινικής διαμεσολαβήσεως, κατά το άρθρο 12 § 5 ν. 3500/2006. Ο ανωτέρω περιοριστικός όρος μπορεί πάντως να ανακληθεί, αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί από το αρμόδιο δικαστικό όργανο που τον επέβαλε, κατόπιν σχετικής αιτιολογημένης αιτήσεως του κατηγορουμένου, στη συζήτηση της οποίας κλητεύεται υποχρεωτικά ο παθών. Το αρμόδιο για την επιβολή, ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων δικαστικό όργανο, μπορεί μάλιστα να ζητήσει, συμβουλευτικά, τη γνώμη ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επιστημόνων με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εργάζονται σε δημόσιο φορέα υγείας (άρθρο 18 § 3 ν. 3500/2006).
Αντίστοιχα οι αστικής δικονομικής φύσεως του ν.3500/2006, στο άρθρο 15 του ν.3500/2006, προβλέπουν την περίπτωση της προσωρινής ρύθμισης της καταστάσεως επί περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας. Η διάταξη προσθέτει στο νομικό οπλοστάσιο των θυμάτων ένα «ειδικό» ασφαλιστικό μέτρο, του οποίου η έως τώρα πρακτική εφαρμογή αποτιμάται ως ιδιαίτερα σημαντική στην κατεύθυνση της αμεσότερης, πληρέστερης και αποτελεσματικότερης προστασίας του θύματος και στην πρόληψη νέων βίαιων επεισοδίων. Το ίδιο μέτρο, μπορεί, μάλιστα, να διαταχθεί και με προσωρινή διαταγή του δικαστή, κατά τους ορισμούς του άρθρου 691 ΚΠολΔ. Στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 735 του ΚΠολΔ, λοιπόν, ορίζεται ότι σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να διατάσσεται ιδίως η απομάκρυνση του καθ’ ου από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Οι ανωτέρω απαγορεύσεις, διατάσσονται όχι μόνο με ασφαλιστικό μέτρο, αλλά και με κύρια αγωγή, ενώπιον του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου (τακτική διαδικασία), ως διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα. Τη νομική βάση της εν λόγω αγωγής, συνιστούν τα άρθρα 57 και 914 ΑΚ, οι διατάξεις του ν. 3500/2006 και τα αντίστοιχα άρθρα του ΠΚ (αναλόγως των τελεσθέντων ποινικών αδικημάτων), καθώς και τα άρθρα 907-908 και 947 του ΚΠολΔ . (Διότι δυνάμει του άρθρου 15 του ν. 3500/2006, ο νομοθέτης αποσαφήνισε απλώς την ύπαρξη μίας αξιώσεως η οποία αποβλέπει στην προστασία του θύματος-δέκτη ενδοοικογενειακής βίας, την οποία (αξίωση) διέθετε το πρόσωπο αυτό και πριν την θέση σε ισχύ του ν. 3500/2006, ως επιμέρους δυνατότητα, που ενυπάρχει στη γενικότερη αξίωση προς παράλειψη της προσβολής της προσωπικότητας, κατά την ΑΚ 57 και η οποία προσβολή προκαλείται, βεβαίως, σε κάθε εκδήλωση ενδοοικογενειακής βίας. Η αντίθετη παραδοχή, ήτοι αν γινόταν δεκτό ότι τέτοια δυνατότητα παρέχεται μόνο στο πλαίσιο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, θα ισοδυναμούσε με παραχώρηση από το νόμο μίας «θνησιγενούς» αξιώσεως, λόγω της αδυναμίας ασκήσεως, εντός της προθεσμίας του άρθρου 693 § 1 ΚΠολΔ, αγωγής για την κύρια υπόθεση, που θα είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου, κατά το άρθρο 693 § 2 ΚΠολΔ, την 31η ημέρα από την έκδοση της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων αποτέλεσμα βεβαίως μη ανεκτό δικαιοπολιτικά.
◆ Τέλος, στο άρθρο 22 περιέχεται σημαντική πρόβλεψη για τη δυνατότητα πραγματικής προσβάσεως των θυμάτων στη δικαιοσύνη. Ειδικότερα προβλέπεται ότι στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως, εξαιτίας συγκεκριμένου περιστατικού βίας, παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας για την κάλυψη των εξόδων της δίκης, με μόνη την απόδειξη του περιστατικού της βίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 194 επ. του ΚΠολΔ, αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά, τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες. Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να λάβει το θύμα ακόμη και αν είναι εύπορο, εφόσον βάσει των πραγματικών περιστατικών (προσωρινής οικονομικής αδυναμίας) αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης, διότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία χωρίς να μπορέσει να πάρει χρήματα, σχετικά έγγραφα κλπ.
Στο άρθρο 21 προβλέπεται η αρωγή των θυμάτων αλλά και η υποχρέωση των αστυνομικών αρχών να ενημερώνουν το θύμα για τη δυνατότητα παροχής αρωγής αλλά και τους αρμόδιους για την παροχή αυτής φορείς. Προς τον σκοπό αυτό, ο αστυνομικός που επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων θα πρέπει να ενημερώνει το θύμα κατ’ αρχάς για τα δικαιώματα που ο Ν.3500/2006 του απονέμει, δηλαδή ότι πρόκειται για αυτεπάγγελτα διωκόμενο έγκλημα και ποιες συμπεριφορές συνιστούν εγκλήματα κατά τον νόμο αυτό, καθώς και τις περιπτώσεις που ενδεχομένως θα πρέπει να καταβάλουν χρήματα για παράβολο εφόσον καταγγέλλονται αδικήματα που δεν εμπίπτουν στο νόμο για την ενδοοικογενειακή βία (όπως λχ η αυτοδικία, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η όλως ελαφρά σωματική βλάβη και η εξύβριση). Επίσης να το ενημερώνει για τη σχετική προβλεπόμενη διαδικασία (αυτόφωρη διαδικασία, ποινική διαμεσολάβηση, παραγραφή κ.λπ.) και για τη δυνατότητα που παρέχεται στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, να ζητήσουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, εξαιτίας του συγκεκριμένου περιστατικού, αλλά και για το ευεργέτημα της πενίας, με μόνη την απόδειξη του περιστατικού βίας, αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά, τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες (άρθρο 22 Ν.3500/2006), απευθυνόμενα στη γραμματεία του κατά τόπου αρμόδιου Πρωτοδικείου. Όσον αφορά την αρωγή που ο Νόμος προβλέπει για τα θύματα ο αστυνομικός πρέπει: · Να γνωστοποιεί στο θύμα την ύπαρξη των υποστηρικτικών υπηρεσιών στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί (π.χ. τηλεφωνική γραμμή SOS15900 της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, τηλεφωνική γραμμή 197 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης) για να λάβει ψυχοκοινωνική στήριξη και νομική συμβουλευτική, να το συνδράμει να έλθει σε επικοινωνία άμεσα τις κοινωνικές Υπηρεσίες που παρέχουν στέγη (ξενώνες κακοποιημένων γυναικών)
Εν γένει στο πλαίσιο της καλής συνεργασίας με την τοπική κοινωνία για την αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας το αστυνομικό προσωπικό, που επιλαμβάνεται του χειρισμού τέτοιων υποθέσεων, να συνεργάζεται με τα στελέχη των κατά τόπους συμβουλευτικών κέντρων (της ΓΓΙΦ και των ΟΤΑ) και παράλληλα να ενημερώνεται από αυτά για τις διαθέσιμες δομές και τις υπηρεσίες που παρέχουν.
Ψυχολογική, υλική και νομική υποστήριξη του παιδιού θύματος
◆ Είναι βοηθητικό το παιδί θύμα να υποστηρίζεται καθ’ όλη τη φάση της νομικής παρέμβασης (ιδίως κατά την ποινική διαδικασία) από έναν θεραπευτή (παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο), διαφορετικά από κοινωνικό λειτουργό. Άλλωστε σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης του Lanzarote (κυρωτικός ν. 3727/2008), η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να λαμβάνει μέτρα για τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη συνδρομή προς τα θύματα με σκοπό τη σωματική και ψυχοκοινωνική αποκατάστασή τους.
◆ Το παιδί θύμα θα πρέπει να ενημερώνεται για τη διαδικασία που ακολουθείται ή επίκειται να ακολουθήσει και μάλιστα σε γλώσσα καταληπτή.
◆ O κώδικας προβλέπει ειδικά για τα δικαιώματα του ανήλικου θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας καθώς και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και αν δεν παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες, ότι έχουν το δικαίωμα να ενημερώνονται και να λαμβάνουν γνώση κάθε εγγράφου της ανάκρισης και της προανάκρισης, συμπεριλαμβανομένης και της κατάθεσης του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 108 Α εδ. α). Επίσης, έχουν το δικαίωμα ενημέρωσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών για την προσωρινή ή οριστική απόλυση του υπαιτίου, καθώς και για τις άδειες εξόδου από το κατάστημα κράτησης (ΚΠΔ 108 Α εδ.β ).
Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούνται ηθική συμπαράσταση και την αναγκαία υλική συνδρομή από φορείς που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς και εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ν.3500/2006, α. 21§1). ◆ Οι αστυνομικές αρχές που αναλαμβάνουν υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται, εφόσον το ζητήσει το θύμα, να ενημερώσουν αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, υποστήριξη και ενίσχυση (ν. 3500/2006, α. 21§2). ◆ Τα ανήλικα θύματα εγκλημάτων κατά της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας και γενετήσιας αξιοπρέπειας ως προς τις τυχόν αστικές και ποινικές αξιώσεις τους είναι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, δηλαδή δικαιούνται να τους διοριστεί δικηγόρος (α. 1 §3 ν. 3226/2004). O εισαγγελέας και ο ανακριτής με διάταξη, και το δικαστικό συμβούλιο και το δικαστήριο με απόφαση, μπορούν, αν κριθεί αναγκαίο, να διορίσουν αυτεπαγγέλτως στο ανήλικο θύμα των προαναφερθέντων εγκλημάτων συνήγορο από τον ειδικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου (α. 3 §5 ν. 3226/2004). Η πρόβλεψη αυτή εισήχθη με την κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής (ν. 3875/2010).
Παραγραφή των εγκλημάτων: Γενικά ισχύει ότι τα κακουργήματα παραγράφονται ύστερα από είκοσι (20) έτη, αν ο νόμος προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, και ύστερα από δεκαπέντε (15) έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση (ΠΚ 111 §2). Τα πλημμελήματα παραγράφονται ύστερα από πέντε (5) έτη (ΠΚ 111 §3).
Ο νομοθέτης και με το νόμο 3500/2006 (άρθρο 16) και με τον κυρωτικό νόμο 3625/2007 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία [«άρθρο Δεύτερο» §2, εισήχθη συμπληρωματική παράγραφος (§6) στο α. 113 ΠΚ] εισάγει προστατευτική ρύθμιση υπέρ των ανήλικων θυμάτων. Έτσι ο νομοθέτης θέλει να εξασφαλίσει ότι δεν θα μείνει ατιμώρητος ο δράστης πράξεων που μπορεί να συνιστούν πλημμελήματα, γιατί τιμωρούνται με την ποινή της φυλάκισης και άρα παραγράφονται σε πέντε έτη από την τέλεση. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου 3500/2006, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής για τις πράξεις που περιγράφονται στα άρθρα 6 (ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη), 7 (ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή), και 9 (ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας) για τα ανήλικα θύματα αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωσή τους. Επιπλέον, κατά το άρθρο 113 παρ. 6 του Ποινικού Κώδικα, η προθεσμία παραγραφής των εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας, και εγκλήματα εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρα 323Α, 324, 336, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 348B, 348Γ, 349, 351, 351Α ΠΚ), όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκων, αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος και για ένα έτος μετά για τα πλημμελήματα και για τρία έτη μετά για τα κακουργήματα.
Τι μπορεί να κάνει ο εκπαιδευτικός Oι εκπαιδευτικοί δεν καλούνται να γίνουν ανακριτές και να διερευνήσουν την υπόθεση πιθανής κακοποίησης - παραμέλησης, ούτε να υποκαταστήσουν τους ιατρούς και να αξιολογήσουν πόσο παλιά είναι μελανιά ή με ποιον τρόπο προκλήθηκε. Άλλωστε, το παιδί δεν πρέπει να υπόκειται σε εξέταση του σώματός του στο σχολικό πλαίσιο. Ρόλος τους είναι με όσες πληροφορίες έχουν συλλέξει από το ίδιο το παιδί, από τους γονείς/φροντιστές και από τις παρατηρήσεις τους να αποφασίσουν το επόμενο βήμα τους προκειμένου να βοηθήσουν και να προστατεύσουν το παιδί. Εφόσον μέσω της αξιολόγησης της ασφάλειας του παιδιού οι εκπαιδευτικοί κρίνουν ότι μαθητές τους βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο, δηλαδή διαπιστώσουν ότι υπάρχει απειλή για σοβαρό τραυματισμό, θάνατο, αναπηρία, μακροχρόνια βλάβη στην ανάπτυξη, διατάραξη της συναισθηματικής σταθερότητας σε βάρος μαθητών, τότε θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα. Οι εκπαιδευτικοί, σύμφωνα με το άρθρο 23 του νόμου 3500/2006 που ρυθμίζει θέματα ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού τους έργου πληροφορηθούν ή διαπιστώσουν ότι ένα έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας λαμβάνει χωρά σε βάρος μαθητή υποχρεούνται να το αναφέρουν, χωρίς καθυστέρηση, στο διευθυντή της σχολικής μονάδας κι αυτός με τη σειρά του στον αρμόδιο εισαγγελέα. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν τέλος να επικοινωνήσουν απευθείας με φορείς προκειμένου να ζητήσουν οι ίδιοι πληροφορίες και οδηγίες για συγκεκριμένα περιστατικά παιδιών. ( Τέτοιοι φορείς μπορεί να είναι τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ), τα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα, τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας και οι Κοινωνικές Υπηρεσίες των Δήμων).
Η απόφαση δράσης από την πλευρά των εκπαιδευτικών σε υποθέσεις πιθανής κακοποίησης-παραμέλησης παιδιών μπορεί να συνδυάζεται με διάφορους φόβους και ανησυχίες. Οι ανησυχίες και οι φόβοι μπορεί να σχετίζονται με σκέψεις όπως: «η αναφορά δεν θα βοηθήσει», «η κατάσταση θα χειροτερέψει», «θα υπάρξει μεγαλύτερη κακοποίηση για το παιδί από τη δυσλειτουργία του συστήματος», «ο εκπαιδευτικός θα στιγματιστεί αν ανακατευθεί» .Τα συναισθήματα αυτά ενδεχομένως να αποθαρρύνουν τους εκπαιδευτικούς να προχωρήσουν στις απαραίτητες ενέργειες. Η αναγνώριση αυτών των δυσκολιών είναι σημαντική και αποτελεί το πρώτο βήμα πριν από την ανάληψη δράσης.Οι συνέπειες της κακοποίησης - παραμέλησης είναι πολύ σοβαρές και η κινητοποίηση απαραίτητη εφόσον υπάρχει σοβαρή υπόνοια. Άλλωστε το σχολικό πλαίσιο αποτελεί ένα μέρος που πρέπει να προστατεύει τους μαθητές και να προάγει την ομαλή εξέλιξή τους. Οι εκπαιδευτικοί παίζουν καθοριστικό ρόλο στον εντοπισμό περιστατικών κακοποίησης/ παραμέλησης παιδιών, καθώς λόγω της καθημερνής, πολύωρης επαφής τους με τα παιδιά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αναγνώρισης.
Από τα επιμέρους περιστατικά ποιοι οι λόγοι για τους οποίους δεν αποκαλύπτεται η κακοποίηση :
-Φοβούνται τον υπαίτιο - Ο φόβος μειώνει τις αντιστάσεις του θύματος και γκρεμίζει κάθε θέληση αντίδρασης
- Αμηχανία και ντροπή, Άρνηση ή σοκ, Διάθεση να εμφανίζεται άψογη εξωτερικά οικογενειακή εικόνα, Φόβος ότι θα θεωρηθούν ένοχοι ή το αίσθημα της ενοχής,
-Φόβος ότι δεν θα τα πιστέψουν ή αδυναμία να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις του περιβάλλοντος στην αποκάλυψη της ενδοοικογενειακής βίας
- Δεν θέλουν να στενοχωρήσουν κανέναν, ειδικά αυτούς που τα φροντίζουν/γονείς
-Θέλουν να προστατέψουν τον υπαίτιο
Πώς η ενδοοικογενειακή βία τραύμα μπορεί να επηρεάσει τα θύματα ενδοοικογενειακής ή βίας
Καταρχήν σωματικά είτε με τον πόνο ο οποίος προκαλείται αλλά και με τις σωματικές βλάβες που είναι ορατές.
Ψυχολογικές: άγχος, στρες, διαταραχές προσωπικότητας αισθήματα ενοχής, κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας, δυσκολία στη συγκέντρωση , προβλήματα στο σχολείο, θυματοποίηση εφόσον αυτά είναι παιδιά, διαταραχές στον ύπνο στο φαγητό, ενώ και ως αμέτοχοι θεατές, μαθαίνουν να αντιλαμβάνονται ότι η βία αποτελεί αποδεκτό τρόπο επίλυσης διαφορών και χειρισμού στρες, τα οδηγεί σε κατάθλιψη, διαμορφώνει παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλή αποδοτικότητα στο σχολείο, προβλήματα συμπεριφοράς,
Κοινωνικές επιπτώσεις : Μεταφορά βίας στο κοινωνικό περιβάλλον-μεταφορά βίας από γενιά σε γενιά
Οι πράξεις βίας θέτουν σε αμφισβήτηση το επίπεδο του πολιτισμού, του ανθρωπισμού και της συνείδησής μας ως έλλογων όντων και ως μελών μιας κοινωνίας που ανέχεται, με τη σιωπή ή με την ανεπαρκή αντίδρασή της, το θλιβερό αυτό φαινόμενο, ενώ αποτελούν προάγγελο εκδήλωσης και άλλων προβληματικών ή εγκληματικών συμπεριφορών σε βάρος, πλέον, των μελών της ανθρώπινης κοινωνίας, διότι η βία στην οικογένεια, φέρνει βία στην κοινωνία.
Το μήνυμα που δίδεται είναι ότι κανένας δεν πρέπει να ανέχεται οιαδήποτε μορφή βίας. “Ούτε να πιστεύει ότι ένα περιστατικό βίας δε θα επαναληφθεί, διότι αν δεν σταματήσει το κακό στη ρίζα του, τότε σταδιακά η βία θα κλιμακωθεί και θα γίνει εντονότερη” .
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ
Είδος: ΝΟΜΟΣ |
Αριθμός: 3500 |
Έτος: 2006 |
ΦΕΚ: Α 232 20061024 |
Τέθηκε σε ισχύ: 24.10.2006 |
Ημ.Υπογραφής: 23.10.2006 |
Τίτλος κατεβάστε ολόκληρο το νόμο από εδώ: Ν.3500 ενδοοικογενειακή βια |
ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 4531/2018
ΦΕΚ 62/Α/5-4-2018
Ι) Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, ΙΙ) Ενσωμάτωση της 2005/214/ΔΕΥ απόφασηςπλαίσιο, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ,
κατεβάστε το αρχείο εδώ: Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης