Γνωμοδότηση 1/2017 της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χριστίνας Καπαμά για την εφαρμογή του Ν.4442/2016 "Νέο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις"
κατεβάστε τη γνωμοδότηση από εδώ: γνωμοδότηση - εφαρμογή του Ν4442-2016
Γνωμοδότηση 3/2017 της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χριστίνας Καπαμά για την αποσφράγιση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος
κατεβάστε τη γνωμοδότηση από εδώ: γνωμοδότηση - αποσφράγιση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντ
Γνωμοδότηση 4/2017 της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αικατερίνης Μάτση για τη δυνητική αναβολή της εκτέλεσης κατά άρθρο 556 Κ.Π.Δ.
κατεβάστε τη γνωμοδότηση από εδώ: γνωμοδότηση - δυνητική αναβολή της εκτέλεσης κατ άρθρο 556
Γνωμοδότηση 5/2017 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βασίλειου Τσάμη για την εγγραφή ή μη σε δελτία ποινικού μητρώου των αξιόποινων πράξεων και των επιβληθεισών ποινών που αρχειοθετήθηκαν από τους αρμόδιους εισαγγελείς λόγω της ειδικής υφ' όρων παραγραφής , που επήλθε από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 του Ν. 4411/2016.
κατεβάστε τη γνωμοδότηση από εδώ: γνωμοδότηση - εγγραφή αξιόποινων πράξεων σε δελτία ποινικού μητ
Γνωμοδότηση 2/2009 του Αντεισαγγελέα Εφετών Δημητρίου Παπαγεωργίου για την ακούσια νοσηλεία ασθενούς σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική.
κατεβάστε τη γνωμοδότηση από εδώ: γνωμοδότηση - ακούσια νοσηλεία σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική
Γνωμοδότηση 3/2008 του Αντεισαγγελέα Εφετών Δημητρίου Παπαγεωργίου για ιατρική επέμβαση χωρίς γονική άδεια.
κατεβάστε τη γνωμοδότηση από εδώ: γνωμοδότηση - ιατρική επέμβαση χωρίς γονική άδεια
Γνωμοδότηση 6/2014 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάμπρου Τσόγκα για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.4264/2014 σε περιπτώσεις άσκησης εμπορίου εκτός καταστημάτων.
κατεβάστε τη γνωμοδότηση από εδώ: Γνωμοδότηση ν.4264-Τσόγκας
ΓνΕισΑΠ 9/2009
ΣΤ. Απ` όλα τα μέχρι τούδε εκτεθέντα συνάγονται αβιάστως τα ακόλουθα:
1) Το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει: α) την επικοινωνία μέσω του
διαδικτύου (Internet) και β) τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας
(ονοματεπώνυμα και λοιπά στοιχεία συνδρομητών, αριθμοί τηλεφώνων, χρόνος και
τόπος κλήσεως, διάρκεια συνδιάλεξης κ.λπ.).
2) Οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, πολύ δε περισσότερο
τα Δικαστικά Συμβούλια και τα Δικαστήρια, δικαιούνται να ζητούν από τους
παρόχους των υπηρεσιών Επικοινωνίας, μέσω του διαδικτύου (Internet), τα
ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως, την ημεροχρονολογία και τα
στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί το ηλεκτρονικό ίχνος, από τους
λοιπούς δε παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας τα "εξωτερικά στοιχεία" της
επικοινωνίας και ο πάροχος υποχρεούται να τα παραδίδει χωρίς να είναι
αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας Αρχής και ιδία της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών.
3) Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών αλλά και οποιαδήποτε
άλλη Ανεξάρτητη Αρχή ούτε νομιμοποιείται ούτε δικαιούται να ελέγξει με
οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, το εάν η περί άρσεως ή μη του απορρήτου
απόφαση των οργάνων της Δικαιοσύνης είναι σύννομη ή όχι. Αυτό κρίνεται από τα
ίδια τα όργανα της Δικαιοσύνης. Ούτε όμως περαιτέρω η ρηθείσα Αρχή μπορεί να
ελέγξει τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας για τη, σε κάθε περίπτωση,
συμμόρφωση τους προς τις αποφάσεις των οργάνων της Δικαιοσύνης. Εάν πράξει
τούτο ενεργεί καθ` υπέρβαση της δικαιοδοσίας της.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου,
Γεώργιος Σανιδάς
ΓνΕισΑΠ 12/2009
Συνεπώς προς τα ανωτέρω, οι ανακριτικές αρχές, ανταποκρινόμενες στο προστατευτικό καθήκον του Κράτους, εκδηλούμενο ως θετική υποχρέωση αυτού προς διασφάλιση της ανεμπόδιστης και αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων του ατόμου, κατ' άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος, και ενεργούσες σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 του Συντάγματος) και τιμωρήσεως των εγκλημάτων (άρθρα 96 § 1 και 87 § 1 του Συντάγματος) μπορούν, στα πλαίσια του δικαιώματός τους να συγκεντρώνουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για τη βεβαίωση του εγκλήματος (άρθρα 251, 239 §§ 1-2 και 248 ΚΠΔ), να ζητούν τα προαναφερόμενα στοιχεία, χωρίς την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου του εκτελεστικού της διατάξεως του άρθρ. 19 § 1 εδ. β' του Συντάγματος Ν. 2225/1994, αφού, όπως ελέχθη, δεν πρόκειται για απόρρητο.
Είναι αυτονόητο, ότι πρέπει να διενεργείται κυρία ανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση μετά από παραγγελία εισαγγελέα καθώς και ότι ο τακτικός ανακριτής ή ο παραγγέλλων εισαγγελέας, σύμφωνα με βασική αρχή ισχύουσα επί των ανακρίσεων, θα ζητήσει τα στοιχεία για τα οποία γίνεται λόγος αφού, μετά τήρηση των αρχών της αναλογικότητας, κρίνει ότι, βάσει των στοιχείων που μέχρι τη στιγμή εκείνη διαθέτει, είναι δυνατόν να υποτεθεί ευλόγως ότι μόνο με αυτό το μέσο θα γίνει δυνατή η βεβαίωση του εγκλήματος και η ανακάλυψη του δράστη (Καρράς, ανωτ., αριθ. 44).
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι επικαλούμενες στο υπ' αριθμ. 1604/13-7-2009 έγγραφό σας αποφάσεις του ΕΔΔΑ (υποθέσεις Malone κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου) καθώς και του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfGE 67, 157 - G10) αφορούν επεμβάσεις τρίτων σε ιδιωτικές επικοινωνίες μεταξύ άλλων προσώπων, πράγμα που διαφέρει από το εξεταζόμενο εδώ ζήτημα των εγκληματικού περιεχομένου κλήσεων και μηνυμάτων που απευθύνονται προς τον επιζητούντα την αποκάλυψη του δράστη τους.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ιωάννης Τέντες
ΕγκΕισΑΠ 4/2016 [Δημοσιοποίηση στοιχείων ταυτότητας διωκομένων προσώπων - Διακρατική αστυνομική συνεργασία]
Διατάξεις: άρθρα 2 [περ. β΄], 3 [παρ. 2β΄] Ν 2472/1997
Δημοσιοποίηση στοιχείων ταυτότητας διωκομένων προσώπων, Διακρατική αστυνομική συνεργασία
Στις περιπτώσεις που συντρέχει νόμιμη περίπτωση δημοσιοποίησης των στοιχείων ταυτότητας και των φωτογραφιών διωκομένων προσώπων, με τις εκδιδόμενες εισαγγελικές διατάξεις επιβάλλεται όπως η διατασσόμενη δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων να μην περιορίζεται μόνο στον επίσημο ιστότοπο της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά διαμέσου αυτής να επεκτείνεται σε όλα τα ΜΜΕ, στις διεθνείς ευρωπαϊκές αστυνομικές και διωκτικές αρχές, καθώς και στους αντίστοιχους διαδικτυακούς τόπους αυτών, στο πλαίσιο της υφιστάμενης διακρατικής αστυνομικής συνεργασίας.
Προς: Τους Εισαγγελείς Εφετών και δι’ αυτών και στους Εισαγγελείς και Αντεισαγγελείς της περιφερείας τους
Θέμα: «Περί δημοσιοποίησης στοιχείων ταυτότητας διωκομένων προσώπων κατ’ άρθρο 2 περ. β΄ του Ν 2472/1997».
Ως γνωστόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 περ. β΄ του Ν 2472/1997, ως ισχύει, έχετε —κατά περίπτωση και κατά λόγο αρμοδιότητά σας— τη δυνατότητα έκδοσης διατάξεων δημοσιοποιήσεως των στοιχείων ταυτότητας των προσώπων, εναντίον των οποίων ασκήθηκαν ποινικές διώξεις ή εκκρεμούν καταδίκες για τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2β΄ του ίδιου νόμου εγκλήματα που τιμωρούνται: «... ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, των τελουμένων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων ... καθώς επίσης στις περιπτώσεις εγκλημάτων, των οποίων ο δράστης κρίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και διαφεύγει τη σύλληψη ή είναι αγνώστου διαμονής ...».
Όπως προκύπτει και από την ίδια τη διατύπωση του Ν 2472/1997, η κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων.
Περαιτέρω, σας γνωρίζουμε, ότι με το υπ’ αριθ. 1533/16/312265 από 15.2.2016 έγγραφό της, η Διεύθυνση Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας έθεσε υπόψη της υπηρεσίας μας, ότι:
α) Με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει συσταθεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, άτυπο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επιχειρησιακών Ομάδων Αναζήτησης Διωκομένων, στο οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα.
β) Η βασική αποστολή του εν λόγω Δικτύου είναι η άμεση ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με υποθέσεις διεθνώς διωκόμενων προσώπων, όταν αυτές έχουν τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος, με σκοπό τον εντοπισμό και τη σύλληψη αυτών.
γ) Στο πλαίσιο αυτό, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), έχει καταρτιστεί λίστα με τους «πλέον Καταζητούμενους» (Most Wanted) των κρατών που συμμετέχουν στο Δίκτυο, η οποία είναι ήδη δημοσιευμένη στον ιστότοπο www.eumostwanted.eu . Στην εν λόγω λίστα, κάθε συμμετέχον κράτος καλείται να δημοσιεύσει τα στοιχεία δύο (2) προσώπων, τα οποία διώκονται από τις αρμόδιες αρχές του και συγκεκριμένα: ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, πιθανή τελευταία γνωστή διαμονή, διαπραχθέν αδίκημα (με σύντομη περιγραφή), σωματομετρικά χαρακτηριστικά και φωτογραφίες.
δ) Η εισαγωγή των στοιχείων αυτών δεν είναι δεσμευτική για τα συμμετέχοντα κράτη, πλην όμως καθίσταται αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός του εγχειρήματος, ο οποίος συνίσταται στην ενημέρωση, ενεργοποίηση και συμμετοχή του ευρωπαϊκού κοινού στις έρευνες των διωκτικών αρχών για τον εντοπισμό των διωκόμενων, μέσω της παροχής προς αυτές τυχόν διαθέσιμων πληροφοριών.
Οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν ενεργοποιήσει σε αρκετές περιπτώσεις τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν 2472/1997, υποβάλλοντας αιτήματα δημοσίευσης. Στις περιπτώσεις αυτές, μετά την έκδοση της σχετικής εισαγγελικής διάταξης, τα στοιχεία αναρτώνται στον επίσημο ιστότοπο της Ελληνικής Αστυνομίας ( www.astynomia.gr ), με σκοπό την ενεργοποίηση του κοινού και την απόκτηση πληροφοριών. Πλην όμως οι συγκεκριμένες δημοσιοποιήσεις καίτοι πραγματοποιούνται σε ιστότοπο ελληνικής αρχής είναι, —λαμβανομένης υπόψη της ευρυζωνικότητας του διαδικτύου—, προσβάσιμες διεθνώς.
Όθεν, ενόψει των προεκτεθέντων και του διασυνοριακού χαρακτήρα της σύγχρονης εγκληματικότητας, καθίσταται αδήριτη η ανάγκη αξιοποίησης από τις διωκτικές αρχές των δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία των πληροφοριών.
Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις που συντρέχει νόμιμη κατά τα άνω περίπτωση δημοσιοποίησης των στοιχείων ταυτότητας και των φωτογραφιών προσώπων, που διώκονται κατά τα προαναφερθέντα, με τις εκδιδόμενες Διατάξεις σας, επιβάλλεται όπως —η διατασσόμενη δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων να μην περιορίζεται μόνο στον επίσημο ιστότοπο της Ελληνικής Αστυνομίας—, αλλά, διά μέσου αυτής, να επεκτείνεται σε όλα τα ΜΜΕ, στις διεθνείς ευρωπαϊκές αστυνομικές και διωκτικές αρχές, καθώς και στους αντίστοιχους διαδικτυακούς τόπους αυτών, στα πλαίσια της υφιστάμενης διακρατικής αστυνομικής συνεργασίας (EUROPOL, INTERPOL, www.eumostwanted.eu . κ.λπ.).
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου,
Γεώργιος Μπόμπολης
ΓνΕισΑΠ 6/2007
Τα ποσά των ποινών σε χρήμα, μαζί με τις υπόλοιπες προσαυξήσεις, καθώς και τα ποσά των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, που έχουν επιβληθεί στους καταδικασθέντες και δεν έχουν εισπραχθεί, βεβαιώνονται απλώς από τους γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων στα αρμόδια Δημόσια Ταμεία, χωρίς να είναι επιτρεπτή η δια παραγγελίας του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημοσίου κατηγόρου προσωπική κράτηση των καταδικασθέντων οφειλετών γι' αυτά. Μοναδική εξαίρεση στην προαναφερόμενη ρύθμιση αποτελεί η προβλεπόμενη από τις παραγράφους 1 έως 3 της υπ' αριθ. 132.311/7298/7-9-1977 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών περίπτωση, κατά την οποία, όταν επιβάλλεται σε κατηγορούμενο με την ίδια απόφαση, αφενός μεν ποινή στερητική της ελευθερίας, αφετέρου δε ποινή εις χρήμα και έξοδα, που υπερβαίνουν ομού το χρηματικό ποσό των 10.000 δρχ., ο επιμελούμενος της εκτελέσεως της αποφάσεως κατά την διάταξη αυτής περί της στερητικής της ελευθερίας ποινής, επιμελείται συγχρόνως και της εκτελέσεως, καθ' όσον αφορά την χρηματική ποινή και τα έξοδα. Λαμβανομένου, όμως, υπόψη ότι με την υπ' αριθ. 58553/2006 (ΦΕΚ 776/28-6-2006, τεύχος Β') κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης έχουν αναπροσαρμοσθεί τα ποσά των επιβαλλόμενων από τα ποινικά δικαστήρια δικαστικών εξόδων και υπερβαίνουν αυτά σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις (εκτός από τις αποφάσεις των Πταισματοδικείων, επί των οποίων τα επιβαλλόμενα έξοδα ανέρχονται σε 25 ευρώ) το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 10.000 δρχ., ενώ οι επιβαλλόμενες από τα ίδια ως άνω Δικαστήρια ποινές εις χρήμα είναι ακόμη μεγαλύτερες, καθίσταται, όπως είναι φυσικό, ανεφάρμοστη στην πράξη η ως άνω εξαίρεση, τούτο δε ανεξάρτητα από το γεγονός της καταργήσεως ή μη της συγκεκριμένης εξαιρέσεως από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 10 του Ν. 1867/1989 και ήδη των άρθρων 231 έως 243 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999 ΦΕΚ 97/17.5.99), όπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία, ή της καταργήσεως αυτής ως αντισυνταγματικής, όπως έχει γίνει δεκτό με την υπ' αριθ. 2611/2004 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του τελευταίου το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως των οφειλετών του Δημοσίου.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Θάνος
ΓΝ ΝΣΚ 6/2016 ΠΕΡΑΙΩΣΗ-ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ-ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΠΑ
Στο άρθρο 34 του ν. 2859/2000 (Φ.Π.Α.) προβλέπεται η επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ και ειδικότερα στην παράγραφο 11, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 1 παρ. 7 του ν. 4281/2014 (Α' 160), ορίζονταν ότι με υπουργικές αποφάσεις θα ρυθμισθούν όλες οι λεπτομέρειες και η διαδικασία επιστροφής του. Με βάση την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες ρυθμίσθηκαν θέματα επιστροφής ΦΠΑ, με αφετηρία την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1073/21.7.2004 (Β' 1164/21-7-2004), με την οποία προβλέφθηκε ότι επιστρέφεται εντός μηνός από της υποβολής αιτήσεως το 90% του φόρου (ΦΠΑ) χωρίς έλεγχο και το 10% μετά από την διενέργεια ελέγχου εντός της ιδίας διαχειριστικής περιόδου. Η εν λόγω κανονιστική απόφαση, με τις κατά καιρούς τροποποιήσεις της, παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την έναρξη ισχύος της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1067/3.4.2013 (Β' 775/3-4-2013), με την οποία καταργήθηκε. Με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 3888/2010 προβλέφθηκε ότι, σε περίπτωση κατά την οποία περιέλθει εκ των υστέρων σε γνώση της φορολογικής αρχής ότι ο φορολογούμενος υπέπεσε σε παραβάσεις, μεταξύ των οποίων και η λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου, (χωρίς προσδιορισμό της αξίας του και της σχέσεως της αξίας αυτής με το ύψος του επιστραφέντος ποσού), ο φορολογούμενος είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει το 90% του ποσού που του έχει επιστραφεί, με βάση τα στοιχεία της εκκαθαριστικής δήλωσης, εντός μηνός από της καταβολής του είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, που ορίζεται στο άρθρο 9§3 του ν. 3888/2010. Ενόψει των ανωτέρω και υπό το διδόμενο πραγματικό, που εκτέθηκε στην οικεία θέση, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3888/2010, να επιστρέψει στη Δ.Ο.Υ. το 90% του συνολικού ποσού που έχει λάβει, ανεξάρτητα αν νομοθέτης αναφέρεται στην επιστροφή που έγινε με βάση την εκκαθαριστική δήλωση, ενώ, εν προκειμένω, η επιστροφή του εν λόγω ποσού στην επιχείρηση έγινε με βάση περιοδικές δηλώσεις. Και τούτο, διότι η εκκαθαριστική δήλωση, κατά τον λειτουργικό της ρόλο, αποτελούσε την τελική σύνθεση όλων των περιοδικών δηλώσεων, μέσω της οποίας αποτυπωνόταν το συνολικό και πραγματικό φορολογικό αποτέλεσμα της επιχείρησης για κάθε διαχειριστική περίοδο, ως προς το χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. (βλ. Σταματόπουλο - Κλώνη, ΦΠΑ, Ανάλυση- Ερμηνεία, 2015, υπό το άρθρο 38, παρ. 26, σελ. 1014). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι υπήρξαν επιστροφές πιστωτικού φόρου βάσει των περιοδικών δηλώσεων, δεν δύναται να μεταβάλει το πραγματικό αποτέλεσμα ως προς τον συνολικό πιστωτικό φόρο της διαχειριστικής περιόδου, ο οποίος και πρέπει να επιβαρύνει την επιχείρηση εν προκειμένω, έστω και αν στο εμφανιζόμενο τελικό αποτέλεσμα της εκκαθαριστικής δήλωσης ενδέχεται να μην επεικονίζεται ο, βάσει των περιοδικών δηλώσεων, επιστραφείς στην επιχείρηση φόρος. '' Συνεπώς, η ως άνω επιχείρηση, λόγω της υπαγωγής της στην αναφερθείσα περαίωση, υποχρεούται να καταβάλει ολόκληρο το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης, κατά την προαναλυθείσα έννοια και, ως εκ τούτου, αφενός μεν υποχρεούται να επιστρέψει στη Δ.Ο.Υ. το εκ μέρους της εισπραχθέν ποσοστό 90% εκ του φόρου προστιθέμενης αξίας, ενώ αφετέρου στερείται του δικαιώματος επιστροφής από τη Δ.Ο.Υ. του υπολοίπου ποσοστού 10%.
Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Β') γνωμοδοτεί ομοφώνως ότι, η επιχείρηση, η οποία υπήχθη στις διατάξεις των άρθρων 1-13 του ν. 3888/2010 (περαίωση φορολογικών υποθέσεων), αλλά είχε λάβει επιστροφή ΦΠΑ 90%, οφείλει να επιστρέψει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3888/2010, το σύνολο του ληφθέντος ποσού και δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής στην επιχείρηση του υπολοίπου ποσοστού 10%. εφόσον, μετά την περαίωση (που επακολούθησε της επιστροφής), διαπιστώθηκε φορολογική παράβαση της επιχείρησης κατά τις χρήσεις στις οποίες αφορά η περαίωση.
Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 275/2016 Εικονική επιχείρηση και υποκρυπτόμενα πρόσωπα - Αν αυτά τα πρόσωπα θεωρούνται «συνυπόχρεοι» κατά την έννοια του άρθρου 82 παρ.1 εδ.α Κ.Ε.Δ.Ε.
Κατά την έννοια των διατάξεων άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, στις περιπτώσεις εικονικών φορολογικών στοιχείων, τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από οποιασδήποτε μορφής εικονική επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής νομικό πρόσωπο, οι κάθε είδους φορολογικές επιβαρύνσεις και κυρώσεις νόμιμα επιβάλλονται παράλληλα τόσο σε βάρος του πραγματικού υπόχρεου που υποκρύπτεται όσο και σε βάρος εκείνου που εικονικά φέρεται ότι ασκεί την επιχείρηση, εφόσον ο τελευταίος δεν αποδείξει ενώπιον της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή των διοικητικών δικαστηρίων ότι ήταν εντελώς αμέτοχος στις συγκεκριμένες συναλλαγές (ΣτΕ 3966, ΣτΕ 2303/2014, Γνωμ ΝΣΚ 525/2012). 11. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), τα πρόσωπα που είχαν την ιδιότητα του διαχειριστή ή του διευθύνοντος συμβούλου ή του εκκαθαριστή ανώνυμης εταιρείας, κατά το χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσης αυτής δεν υπέχουν ιδία φορολογική υποχρέωση, για καταβολή του οφειλομένου από την εταιρεία φόρου, αλλά έχουν απλή πρόσθετη ευθύνη προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της εταιρείας φόρου, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης του φόρου, αλλά στο στάδιο της είσπραξής του. Επομένως, για την ενεργοποίηση της ευθύνης των προσώπων αυτών δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του φόρου, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά, φύλλου ελέγχου, υποκειμένου σε προσφυγή, ούτε, περαιτέρω, η επ' ονόματι τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλομένου ποσού του φόρου, αλλά επιτρέπεται, κατ' αρχήν, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλομένου ποσού του φόρου από τα πρόσωπα αυτά βάσει της ταμειακής βεβαίωσης που έχει εκδοθεί επ' ονόματι της εταιρείας (ΣτΕ 1623/2015, ΣτΕ 844/2012, ΣτΕ 4411/2011 κ.α.). 12. Όπως προαναφέρθηκε, στις διατάξεις του άρθρου 82 παρ.1 εδαφ.α' του ΚΕΔΕ δεν καθορίζεται η έννοια του συνυπόχρεου ή των συνυπόχρεων με τον οφειλέτη προσώπων, αλλά ρυθμίζεται η διαδικασία χαρακτηρισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης με τη συνδρομή σωρευτικά των προϋποθέσεων που ορίζονται στις διατάξεις αυτές. Το κύριο χαρακτηριστικό της ευθύνης του συνυπόχρεου προσώπου είναι η έλλειψη ιδίας φορολογικής υποχρέωσης αυτού για καταβολή του οφειλομένου από τον πρωτοφειλέτη φόρου και η πρόσθετη ευθύνη του προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος του πρωτοφειλέτη φόρου, η οποία ανάγεται στο στάδιο της είσπραξής του. Έτσι, συνυπόχρεα είναι τα πρόσωπα που υπέχουν προσωπική ευθύνη χωρίς να έχει εκδοθεί στο όνομά τους νόμιμος τίτλος. Στην περίπτωση του συνυπόχρεου το Δημόσιο μπορεί να απαιτήσει από αυτόν συγχρόνως ή διαδοχικά ολόκληρη την οφειλή, αλλά θα την εισπράξει μόνο μία φορά (αλληλέγγυα ευθύνη ή ευθύνη εις ολόκληρον). 13. Από την ανωτέρω άπαξ διεκδίκηση διακρίνεται η σωρευτική (αθροιστική) διεκδίκηση παρόμοιων απαιτήσεων, όπως στην περίπτωση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του ν.3220/2004. Στην περίπτωση αυτή, οι απαιτήσεις είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους διότι αφενός επιδιώκεται η είσπραξή τους με διαφορετικό νόμιμο τίτλο είσπραξης, αφετέρου το Δημόσιο υποχρεούται να επιδιώξει την είσπραξη της οφειλής ανεξάρτητα και παράλληλα τόσο από το φαινόμενο όσο και από το υποκρυπτόμενο πρόσωπο και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση συνυποχρέωσης. Στην υπό εξέταση περίπτωση, υφίσταται ευθύνη τόσο του φαινόμενου προσώπου (εταιρεία εκδότη του εικονικού στοιχείου), εφόσον δεν αποδείξει ότι ήταν παντελώς αμέτοχο στη συναλλαγή κατά το άρθρο 40 παρ. 3 του ν.3220/2004, όσο και ανεξάρτητη παράλληλη ευθύνη των υποκρυπτόμενων προσώπων. Στην περίπτωση που εντοπισθούν περιουσιακά στοιχεία του υποκρυπτόμενου προσώπου, όπως π.χ. κινητά περιουσιακά στοιχεία, το προϊόν που θα προκύψει από την εκποίηση τους θα απομειώσει μόνον την οφειλή αυτού. Απάντηση 14. Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Α' Τακτική Ολομέλεια) γνωμοδοτεί, ομόφωνα, ότι σε περίπτωση ύπαρξης βεβαιωμένης ληξιπρόθεσμης οφειλής σε βάρος εικονικής επιχείρησης, οι πραγματικοί υπόχρεοι που υποκρύπτονται δεν έχουν την ιδιότητα των συνυπόχρεων κατά την έννοια του άρθρου 82 παρ.1 εδ. α' του ν.δ. 356/1974, διότι ευθύνονται ανεξαρτήτως από τα φαινόμενα πρόσωπα (εκείνα που εικονικά φέρονται ότι ασκούν την επιχείρηση) και κατά συνέπεια λαμβάνονται σε βάρος τους όλα τα προβλεπόμενα διοικητικά, ασφαλιστικά, αναγκαστικά και λοιπά μέτρα είσπραξης, αφού συνταχθεί ιδιαίτερη έκθεση ελέγχου όπου θα καταλογιστούν οι ανάλογες κυρώσεις και σ' αυτούς.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ | ΑΔΑ: ΨΨΕΝΗ-Ξ6Η ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Αθήνα, 3 Ιουνίου 2016 ΠΟΛ.: 1071 ΠΡΟΣ: ΩΣ Π.Δ. |
Θέμα: «Κοινοποίηση της αριθ. 7/2016 Γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. σχετικά με τα μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου σε βάρος επιχειρήσεων Ο.Τ.Α. που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν.4071/2012, όπως ισχύει»
Σας γνωρίζουμε ότι ύστερα από ερώτημα της Υπηρεσίας μας, αναφορικά με το εάν είναι δυνατή η άρση των μέτρων διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου που εφαρμόσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 του ν.2523/1997 και46 του ν.4174/2013 σε βάρος επιχειρήσεων Ο.Τ.Α. και των νομίμων εκπροσώπων τους, οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.4071/2012, καθώς και εάν δύναται να ληφθούν τα παραπάνω μέτρα σε βάρος των οικείων Ο.Τ.Α. και των νομίμων εκπροσώπων αυτών, κατά των οποίων επαναβεβαιώνεται το χρέος των δημοτικών επιχειρήσεων, εκδόθηκε η με αριθ. 7/2016 Γνωμοδότηση του Β' Τμήματος του Ν.Σ.Κ., η οποία έγινε αποδεκτή από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω Γνωμοδότηση συνεπεία των ρυθμίσεωντου άρθρου 10 του ν.4071/2012, με τις οποίες οι λυθείσες και υπό εκκαθάριση τελούσες δημοτικές επιχειρήσεις απαλλάσσονται από κάθε μορφής φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες διαγράφηκαν στο σύνολό τους και βαρύνουν εφεξής, ως προς την κύρια οφειλή, μόνο τους οικείους Ο.Τ.Α., είναι ότι και τα διασφαλιστικά μέτρα σε βάρος των επιχειρήσεων αυτών ή και των συνυπόχρεων προσώπων, ενόψει του αναφερθέντος λειτουργικού τους χαρακτήρα, στερούνται, του απαιτούμενου ερείσματος (Ν.Σ.Κ. 253/2012). Και τούτο, διότι εξέλιπε εκ των υστέρων ο δικαιολογητικός λόγος διατήρησης των σχετικών πράξεων, δηλαδή το διασφαλιστέο δικαίωμα του Δημοσίου επί των ήδη διαγραφέντων από το νόμο χρεών, τα οποία ευθύνονται, πλέον, να εξοφλήσουν οι Ο .Τ.Α. λόγω της ex lege (στερητικής) αναδοχής τους.
Ενόψει των ανωτέρω, συντρέχει περίπτωση άρσεως των μέτρων διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου που εφαρμόσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 20 του ν.2523/97 και των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν.4174/2013 και της ΠΟΛ.1282/2013, στις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., που υπάγονταιστο άρθρο 10 του ν.4071/2012, καθώς και στα πρόσωπα που είχαν στις ως άνω επιχειρήσεις μία από τις ιδιότητες του άρθρου 20 του ν.2523/1997 και του άρθρου 46 παρ.6 του ν.4174/2013 και της ΠΟΛ.1282/2013. Η άρση των μέτρων θα χωρήσει είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου και όχι κατά τη διαδικασία και για κάποιον από τους προβλεπόμενους στις διατάξεις των προαναφερθέντων νομοθετημάτων και της ΠΟΛ.1282/2013 λόγους, στους οποίους ευλόγως, δεν περιελήφθησαν και οι επιβαλλόμενοι λόγοι άρσεως των μέτρων συνεπεία εξαιρετικών και ειδικών νομοθετημάτων.
Επίσης, δεν μπορούν να ληφθούν διασφαλιστικά μέτρα σε βάρος των οικείων Ο.Τ.Α. τόσο για τα χρέη της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν.4071/2012 (ταμειακά βεβαιωμένα), όσο και για τα χρέη των περιπτώσεων β' έως και δ' (ήτοι, χρέη για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού είχαν εκδοθεί καταλογιστικές πράξεις και δεν είχαν βεβαιωθεί ταμειακά, είχε διαταχθεί έλεγχος και δεν είχαν βεβαιωθεί υπό την ευρεία έννοια, κ.λ.π.). Και τούτο, διότι μόνη η μεταφορά στους Ο.Τ.Α. των εν λόγω χρεών των επιχειρήσεων που υπάγονται στο άρθρο 10 του ν.4071/2012, κατ’ εφαρμογή των εξαιρετικών διατάξεων του άρθρου αυτού, όπως ισχύει, δεν παρίσταται ικανή να καταστήσει εφαρμοστέες τις προβλέπουσες τη λήψη των διασφαλιστικών μέτρων διατάξεις, αφού δεν συντρέχουν οι τασσόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, είναι δε άλλο το ζήτημα ότι οι Ο .Τ.Α. υπόκεινται στα μέτρα αναγκαστικές εκτέλεσης προς είσπραξη των χρεών.
Ενόψει της ως άνω επικρατήσασας γνώμης περί της αδυναμίας λήψης των διασφαλιστικών μέτρων εις βάρος των Ο.Τ.Α., εξυπακούεται ότι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν νοείται η λήψη των μέτρων αυτών ούτε κατά των νομίμων εκπροσώπων των Ο.Τ.Α.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, με την ως άνω Γνωμοδότηση του Β' Τμήματος του Ν.Σ.Κ. έγινε δεκτό :
α) Ομοφώνως ότι συντρέχει περίπτωση άρσης των μέτρων διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου που εφαρμόσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 20 του ν.2523/97 και των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν.4174/2013 και της ΠΟΛ. 1282/2013, στις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., όπως αυτό ισχύει, καθώς και στα πρόσωπα που είχαν στις ως άνω επιχειρήσεις μία από τις ιδιότητες του άρθρου 20 του ν.2523/1997 και του άρθρου 46 παρ.6 του ν.4174/2013 και της ΠΟΛ.1282/2013.
β) Κατά πλειοψηφία ότι τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των προαναφερθέντων νομοθετημάτων διασφαλιστικά μέτρα δεν δύναται να ληφθούν ούτε σε βάρος των οικείων Ο.Τ.Α., σε βάρος των οποίων βεβαιώνεται το χρέος των επιχειρήσεων των Ο.Τ.Α., οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.4071/2012, όπως αυτό ισχύει.
γ) Ομοφώνως ότι τα ως άνω μέτρα δεν επιτρέπεται να ληφθούν ούτε κατά των Δημάρχων, ως εκπροσωπούντων τους, νυν υπόχρεους προς καταβολή Δήμους.
Την παραπάνω γνωμοδότηση σας αποστέλλουμε για ενημέρωσή σας και εφαρμογή στις σχετικές περιπτώσεις.
Συνημμένα: Η αριθ. 7/2016 Γνωμοδότηση του Β' Τμήματος του Ν.Σ.Κ. σε φωτοτυπία.
Ακριβές Αντίγραφο | Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ |
Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 211/2017
Κατά ρητή και ειδική πρόβλεψη των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 55Α και 68 του ΚΦΔ η μηνυτήρια αναφορά, υποβάλλεται υποχρεωτικώς και αμελλητί, ευθύς ως διαπιστωθεί, από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης, ότι συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης των αδικημάτων φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του ως άνω Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η μη απόδοση του οφειλόμενου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Η υποχρέωση αυτή, πέρα από την ρητή πρόβλεψη των ειδικών φορολογικών διατάξεων, επιβάλλεται στους δημοσίους υπαλλήλους, σε γνώση των οποίων περιήλθαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στοιχεία, για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως και από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση της μη απόδοσης ΦΠΑ η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται ευθύς ως, μετά τη διενέργεια σχετικού ελέγχου, διαπιστωθεί η μη απόδοση, ενώ στην εισαγγελική αρχή ανήκει η αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνει, αν συντρέχουν οι νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης.
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 17 του ν.4384/2016 οι εκκαθαριστές των Αγροτικών Συνεταιρισμών απαλλάσσονται της ποινικής ευθύνης για τα χρέη προς το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης αυτών1. Η διάταξη αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, σκοπό έχει να διευκολύνει τους εκκαθαριστές ώστε «να επιτελούν το έργο της εκκαθάρισης απρόσκοπτα και αποτελεσματικά ,και χωρίς να επιβαρύνονται με χρέη για τη δημιουργία των οποίων ουδεμία ευθύνη έχουν», δηλαδή με χρέη που δεν δημιουργήθηκαν από τις πράξεις ή παραλείψεις αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους ως εκκαθαριστών. Άλλωστε, κατά τη ρητή διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 27, οι εκκαθαριστές υποχρεούνται να περατώνουν χωρίς καθυστέρηση τις εκκρεμείς υποθέσεις του Αγροτικού Συνεταιρισμού και να εξοφλούν τα χρέη του. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζομένη με τη διάταξη του άρθρου 27§17, σαφώς συνάγεται η βούληση του νομοθέτη να οριοθετήσει το εύρος της επίμαχης απαλλακτικής ρύθμισης στα χρέη τα οποία δεν δημιουργήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις τους ή συνέτρεχε υποχρέωση εξοφλήσεώς τους πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους. Έτσι, προκειμένου περί ΦΠΑ, η ρηθείσα, απαλλακτική της ποινικής ευθύνης των εκκαθαριστών, διάταξη δεν καταλαμβάνει και τη μη εκπλήρωση της υποχρέωσης προς απόδοσή του ΦΠΑ που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη διατύπωση της παραγράφου 17, όπου γίνεται αναφορά σε χρέη ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαιώσεώς τους, αλλά και από τον προκύπτοντα από την αιτιολογική έκθεση του νόμου σκοπό της διάταξης, που συνίσταται στην απαλλαγή των εκκαθαριστών από την ευθύνη για τη μη καταβολή χρεών για τη δημιουργία των οποίων δεν βαρύνονται οι ίδιοι. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, κατά την αιτιολογική έκθεση, «...δεν μπορούν να ορισθούν εκκαθαριστές πρόσωπα που έχουν ασκήσει διοίκηση ή έχουν υπάρξει υπάλληλοι του υπό εκκαθάριση ΑΣ, ώστε να είναι βέβαιο ότι οι εκκαθαριστές δεν ευθύνονται για τη δημιουργία των χρεών του ΑΣ των οποίων αναλαμβάνουν την εκκαθάριση...».
Σε περίπτωση κατά την οποία τα αρμόδια όργανα της Φορολογικής Διοίκησης έχουν εύλογο προβληματισμό επί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων προς υποβολή μηνυτήριας αναφοράς, κρίνεται σκόπιμη η υποβολή της, προκειμένου να αξιολογηθεί από την μόνη αρμόδια προς άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελική αρχή.
Απάντηση
8. Εν όψει των ανωτέρω, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Β') γνωμοδοτεί, ότι η, απαλλακτική της ποινικής ευθύνης των εκκαθαριστών συνεταιρισμών κλπ, διάταξη της παραγράφου 17 του άρθρου 27 του ν.4384/2016 δεν καταλαμβάνει τα εγκλήματα φοροδιαφυγής του ν.4174/2013 (άρθρα 66-71), τα οποία τελέσθηκαν συνεπεία πράξεων ή παραλείψεων των εκκαθαριστών κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους και, επομένως, για τα εν λόγω εγκλήματα υφίσταται υποχρέωση της φορολογικής αρχής προς υποβολή μηνυτήριας αναφοράς κατά των εκκαθαριστών που προέβησαν στη διάπραξή τους.
Normal
0 false
false
false EL
X-NONE
X-NONE MicrosoftInternetExplorer4 /* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:"Κανονικός πίνακας";
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-qformat:yes;
mso-style-parent:"";
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin:0cm;
mso-para-margin-bottom:.0001pt;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:11.0pt;
font-family:"Calibri","sans-serif";
mso-ascii-font-family:Calibri;
mso-ascii-theme-font:minor-latin;
mso-fareast-font-family:"Times New Roman";
mso-fareast-theme-font:minor-fareast;
mso-hansi-font-family:Calibri;
mso-hansi-theme-font:minor-latin;
mso-bidi-font-family:"Times New Roman";
mso-bidi-theme-font:minor-bidi;}
Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Στέφανου Ζαρκαντζιά σχετικά με παροχή προς το συμβολαιογράφο Ζ.Κ. εντολής ή άρνησης της αίτησης για την χορήγηση εκ των υστέρων και μάλιστα το πρώτον, του εκτελεστηρίου τύπου στην υπ’ αριθ. 318/10-5-2002 πράξη σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου της πρώην συμ/φου Ε.Γ., της οποίας τα αρχεία νόμιμα τηρεί, μετά την υποβολή αιτήματος της εταιρίας με την επωνυμία ¨PROBANK Χρηματοδοτικές Μισθώσεις ΑΕ¨, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την έκδοση νέου απογράφου της άνω σύμβασης, λόγω απωλείας του εκδοθέντος από την τελευταία, πρώτου με αριθ. 1/14-3-11, απογράφου.
Διαβάστε ολόκληρη τη γνωμοδότηση
Διαβάστε εδώ τη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, σχετικά με την εμφάνιση υπόχρεου σε Αστυνομικό Τμήμα κατά τη διάρκεια αθλητικών αναμετρήσεων φιλικού χαρακτήρα, μετά από αίτημα της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Αθλητικής Βίας
Γνωμοδότηση 1/2021 του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ΄Αγγελου Βάσσιου, σχετικά με γνωστοποίηση στοιχείων τηλεφωνικών συνδέσεων
Διαβάστε τη γνωμοδότηση εδώ: γνωμοδότηση για στοιχεία τηλεφωνικών συνδέσεων