Η άδεια μουσικής που χορηγούσαν οι Δήμοι αντικαταστάθηκε με μια απλή γνωστοποίηση του ενδιαφερόμενου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Νόμου 4442/2016 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 230/Α/7-12-2016 απλουστεύονται οι διαδικασίες για τη χρήση μουσικής ή χρήση μουσικών οργάνων στα Καταστήματα Υγειονομικού ενδιαφέροντος . Η άδεια μουσικών οργάνων και η σχετική παράταση ωραρίου που χορηγούνταν από τον κατά τόπο αρμόδιο Δήμο καταργούνται.
Αντ’ αυτής, ο ενδιαφερόμενος για χρήση μουσικής ή χρήση μουσικών οργάνων, εφόσον προτίθεται να προβεί στη χρήση αυτή, υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση, την οποία θα πρέπει να συμπεριλάβει στην ως άνω γνωστοποίηση του.Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριότητας και Ελέγχων (ΟΠΣΑΔΕ) του άρθρου 14 του Νόμου 4442/2016. Μέχρι την ενεργοποίηση του ΟΠΣΑΔΕ για το τμήμα που αφορά τη γνωστοποίηση των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, η γνωστοποίηση υποβάλλεται είτε στο Δήμο είτε σε οποιοδήποτε Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) που λειτουργεί ως Ενιαίο Κέντρο Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ)
Η χρήση μουσικής ή μουσικών οργάνων πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας, χωρίς να απαιτείται έκδοση προηγούμενης άδειας της 3/1995 Αστυνομικής Διάταξης, η οποία εγκρίθηκε με την 1023/2/37ια/1996 απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης (Β' 15).
Η χρήση μουσικής ή μουσικών οργάνων ισχύει σύμφωνα με την 3/1995 Αστυνομική Διάταξη μέχρι την 22.00 ώρα τη χειμερινή περίοδο και την 23.00 ώρα τη θερινή και μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, ανάλογα με το είδος των μουσικών οργάνων και τη θέση του κέντρου σε σχέση με τους γύρω κατοικημένους χώρους, για τα κέντρα που λειτουργούν σε κλειστό χώρο μέχρι την 03.00 ώρα και για τα κέντρα που λειτουργούν σε ανοικτό χώρο μέχρι την 02.00 ώρα, με την προϋπόθεση ότι δεν διαταράσσεται η ησυχία των περιοίκων.
Περαιτέρω, όπως ορίζεται ρητά στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου τυχόν υποχρεώσεις ή άδειες σχετιζόμενες με τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας δεν θίγονται. Όμως, οι εν λόγω υποχρεώσεις ή άδειες εδαφίου δεν αποτελούν απαιτούμενο δικαιολογητικό ή περιεχόμενο της ως άνω γνωστοποίησης ούτε της άδειας της προηγούμενης παραγράφου.
Χρ. Μυλωνόπουλος, Η «ικανοποίηση του παθόντος» και η «ποινική συνδιαλλαγή» στο N 3904/2010
Οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν ότι τα αποτελέσματά τους επέρχονται κλιμακωτά, ήτοι:
α) Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της έμπρακτης μετάνοιας όπως αυτές ήδη προβλέπονται (άρθρα 390 παρ. 1 και 393 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ), εξαλείφεται το αξιόποινο όλων σχεδόν των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας (ήτοι των προβλεπομένων αφενός μεν στα άρθρα 372-374, 375-377, 381-382, αφετέρου δε στα άρθρα 386-406 ΠΚ) πλην της ληστείας και της εκβίασης, συμπεριλαμβανομένων και των κακουργημάτων καθώς και της παράνομης αλιείας και της αλιείας σε χωρικά ύδατα. Ειδικά για την κλοπή χρήσης μηχανοκίνητου μεταφορικού μέσου προβλέπεται ορθά ότι για την επέλευση των εννόμων συνεπειών της νέας ρύθμισης απαιτείται, πλην της απόδοσης του πράγματος, και η εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος.
β) Αν, πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά χωρίς να συντρέχουν οι όροι της έμπρακτης μετάνοιας, εχώρησε απόδοση του πράγματος ή εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος (κεφάλαιο + τόκοι) δεν κινείται ποινική δίωξη. Εδώ, η ενέργεια του δράστη απαιτείται μεν να έγινε χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου, όχι όμως και «με δική του θέληση». Επίσης, ενώ επί αποδόσεως αρκεί η επιστροφή του υλικού αντικειμένου της πράξης, επί ικανοποιήσεως απαιτείται και καταβολή τόκων, με αποτέλεσμα να ανακύπτει το ερώτημα, γιατί επί αποδόσεως του πράγματος αυτουσίου να μην αποδίδονται και τα ωφελήματα. Τέλος, επί αποδόσεως οι έννομες συνέπειες της διάταξης επέρχονται μόνον εφόσον δηλώσει ο παθών ή οι κληρονόμοι του ότι δεν έχουν άλλη αξίωση, ενώ επί ικανοποιήσεως αρκεί η «αποδεδειγμένη» καταβολή. Το ότι ο νομοθέτης αρκείται στο αποδεδειγμένο της καταβολής είναι ορθό μεν όταν η πράξη στρέφεται κατά του Δημοσίου, ενώ προστατεύει και τον δράστη από τυχόν εκβιασμούς του παθόντος. Όμως από την άλλη πλευρά παραμένει απροστάτευτος ο παθών όταν διαφωνεί με το «αποδεδειγμένο» της ικανοποιήσεως αφού δεν έχει τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον δικαστικής αρχής για να παρεμποδίσει την αρχειοθέτηση της δικογραφίας, πράγμα που ενδέχεται να δημιουργήσει θέμα εφαρμογής του άρθρου 13 ΕΣΔΑ.
γ) Αν πρόκειται για πλημμέλημα, ο υπαίτιος των προαναφερθέντων εγκλημάτων απαλλάσσεται από κάθε ποινή εφόσον η ανωτέρω ικανοποίηση λάβει χώρα μέχρι την περάτωση της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Τέλος, με το άρθρο 17 του Νόμου («ποινική συνδιαλλαγή»), αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακουργηματική κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, απιστία και τοκογλυφία, η απόδοση του πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος, αποκαλούμενη πλέον ποινική συνδιαλλαγή, οδηγεί σε επιβολή φυλάκισης όχι μεγαλύτερης των τριών ετών, του δικαστηρίου δυναμένου να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.
ΙΙ. Νομική φύση των εισαγομένων διατάξεων
Η νομική φύση των εισαγομένων διατάξεων δεν είναι ενιαία,
όπως άλλωστε προκύπτει και από την ξεχωριστή συστηματική τους ανάπτυξη. Εκείνες της παρ. 2 των νέων άρθρων 384 και 406Α (άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του Νόμου) καθιερώνουν υποχρεωτικό ειδικό λόγο αποχής από την ποινική δίωξη, ενώ εκείνες της παρ. 3 των αυτών άρθρων υποχρεωτικό ειδικό λόγο αποχής από την ποινή. Εφόσον δε η απόδοση ή η εντελής ικανοποίηση ενεργεί και υπέρ των συμμετόχων που δεν εναντιώνονται σ’ αυτήν, παύει πλέον να είναι και προσωπικός λόγος αποχής (όπως μέχρι τώρα) [1] . Είναι δε ειδικός υπό την έννοια ότι η αναλογική εφαρμογή της διάταξης in bonam partem επιτρέπεται μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της επιτρεπτής αναλογίας, δηλ. αξιολογική ομοιότητα ρυθμισμένης και αρρύθμιστης περίπτωσης. Η απλή ισότητα του πλαισίου ποινής δεν αρκεί. Κατά συνέπεια δεν χωρεί κατ’ αναλογία αποχή από την ποινή π.χ. σε περίπτωση εκβίασης, έστω πλημμεληματικής, ενώ μπορεί να υποστηριχτεί ότι χωρεί αναλογική εφαρμογή επί εκθέσεως πλοίου σε κίνδυνο με λαθρεμπορία [2] .
Αντίθετα οι διατάξεις του νέου άρθρου 308Β (άρθρο 17 του Νόμου) υπό τον τίτλο «ποινική συνδιαλλαγή» εισάγουν ρυθμίσεις που φιλοδοξούν μεν να ομοιάσουν προς τον θεσμό της συνδιαλλαγής, στην ουσία όμως ολίγο σχετίζονται μ’ αυτόν, όπως αναπτύσσεται στη συνέχεια, αποτελούν δε μάλλον μια ιδιότυπη περίπτωση (plea bargaining, Absprache). Ομοιάζουν με τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής (Μediation) όπως αυτός έχει διαμορφωθεί διεθνώς, κατά το ότι προβλέπουν προσπάθεια συμφωνίας κατηγορουμένου και παθόντος. Ομοιάζουν όμως και προς τον θεσμό της διαπραγμάτευσης (bargaining) αφού κατ’ αρχήν οδηγούν σε επιβολή ηπιότερης ποινής, ενώ η συνδιαλλαγή σκοπό έχει να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της ποινής. Όμως δεν πρόκειται για γνήσια περίπτωση διαπραγμάτευσης, αφού αυτή η τελευταία συντελείται αποκλειστικά μεταξύ κατηγορουμένου και εισαγγελίας ή δικαστηρίου (ενώ εδώ έχουμε επικοινωνία του δράστη με το θύμα) και έχει κατ’ αρχήν διαφορετικά χαρακτηριστικά (π.χ. ομολογία ενοχής και παραίτηση από ορισμένους μάρτυρες με αντάλλαγμα ηπιότερη ποινή) [3] . Όμως τέτοιες διαπραγματεύσεις συνδέονται με πολλαπλά προβλήματα, όπως παραβίαση της προφορικότητας και δημοσιότητας, μετάθεση της εξουσίας απόφασης επί της ουσίας από το δικαστήριο στον εισαγγελέα, παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (έντιμη δίκη) λόγω της πίεσης στον κατηγορούμενο να δεχθεί διαπραγμάτευση, αλλά και της αρχής της ισότητας, αφού σε περίπλοκες οικονομικές δίκες οι ευπορότεροι κατηγορούμενοι έχουν αυξημένες διαπραγματευτικές δυνατότητες
H ποινική συνδιαλλαγή στον προκείμενο νόμο
Στον προκείμενο νόμο ορθά και κατά τρόπο συνεπή επεκτάθηκε η δυνατότητα αποχής από την ποινή στην απάτη με υπολογιστή, την απατηλή πρόκληση βλάβης, την αποδοχή προϊόντος εγκλήματος και την παρακώλυση ασκήσεως δικαιώματος, αιρομένης έτσι της σχετικής αξιολογικής αντινομίας, όπως είχε προτείνει ο υπογράφων στο παρελθόν [22] . Ελλείπουν όμως μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποινικής συνδιαλλαγής.
Εν πρώτοις απορία προκαλεί το γεγονός, ότι η ποινική συνδιαλλαγή περιορίζεται ασφυκτικά μόνον σε ορισμένα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας, ενώ δεν αναφέρεται διόλου σε κείνα για τα οποία πρωτογενώς κατ’ εξοχήν διαμορφώθηκε, δηλ. για τα εγκλήματα βίας και αντικοινωνικότητας (σωματικές βλάβες, απειλές, κ.λπ.).
Δεύτερον, η συνδιαλλαγή, ακόμη και στα εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται, περιορίζεται σε αμιγώς αποζημιωτικά στοιχεία, δηλ. στην «απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος» ή την «εντελή ικανοποίηση του ζημιωμένου». Σε περίπτωση μάλιστα απόπειρας η συνδιαλλαγή θεωρείται συντελεσθείσα αν ο δράστης καταβάλει εύλογο ποσό για χρηματική ικανοποίηση του παθόντος λόγω ηθικής βλάβης. Έτσι όμως δημιουργείται το εξής παράδοξο: ο μεν δράστης τετελεσμένου εγκλήματος (απάτης, κλοπής κ.λπ.) απολαμβάνει του ευεργετήματος της συνδιαλλαγής επιστρέφοντας τα ξένα χρήματα, ενώ ο δράστης απόπειρας για να πετύχει το αυτό αποτέλεσμα πρέπει να δώσει δικά του, περιερχόμενος έτσι σε χείρονα μοίρα από τον πρώτο. Με την εν λόγω ρύθμιση, επομένως, η έννομη τάξη εμφανίζεται ως ενθαρρύνουσα τον αποπειρώμενο να τελειώσει το έγκλημα, προκειμένου, σε περίπτωση που ήθελε αποκαλυφθεί, να αποφύγει την ποινή «φτηνότερα».
Στο σημείο αυτό ας τονισθεί, ότι η καταβολή ικανοποίησης εξ ιδίων στην απόπειρα δεν είναι αυτή καθεαυτή εσφαλμένη, αφού και επί αποπείρας έχει τεθεί άδικο. Το νόημα της ποινικής συνδιαλλαγής, όμως, είναι να υφίσταται και ο δράστης αντί ποινής, κάποια «θυσία», η οποία δεν υπάρχει επί τετελεσμένου εγκλήματος.
Τρίτον, σε περίπτωση συμμετοχής προβλέπεται ότι η καταβολή του συμφωνημένου ποσού «ωφελεί και τους υπόλοιπους», έχει δηλ. «επεκτατικό αποτέλεσμα», αδιαφόρως του αν συντρέχει και ως προς αυτούς το βασικό χαρακτηριστικό και συνάμα δικαιολογητική βάση της συνδιαλλαγής, δηλ. η κατανόηση εκ μέρους των της αδικοπραγίας και η ειλικρινής μεταστροφή τους που ενισχύει την αποτρεπτική λειτουργία της συνδιαλλαγής και της προσδίδει ειδικοπροληπτικό χαρακτήρα, απαραίτητο για τη νομική και δικαιοκρατική της θεμελίωση, προκειμένου να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της ποινής.
Τέταρτον, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δηλ. τόσο ως προς τον συνδιαλλασσόμενο δράστη (τον καταβάλλοντα το ποσό) όσο και ως προς τους συμμετόχους, ελλείπει το στοιχείο της επί πλέον θυσίας που τεκμηριώνει την εκ μέρους του δράστη ανάληψη ευθύνης και διαφοροποιεί τη στάση του, έτσι ώστε, πέραν της απλής αποζημίωσης, να επέρχεται και έστω εν μέρει συμψηφισμός της απαξίας της συμπεριφοράς και αποκατάσταση του κλονισμένου κύρους του παραβιασθέντος ποινικού κανόνα. Αντιθέτως, επί διαφωνίας του θύματος δεν του παρέχεται δυνατότητα προσφυγής. Ακόμη, η δυνατότητα επιβολής ποινής μέχρι τριών ετών είναι στην πραγματικότητα εικονική, αφού υπάρχει δυνατότητα μετατροπής. Πέραν τούτου όμως, αλλοιώνει (νοθεύει) το χαρακτήρα της ρύθμισης ως συνδιαλλαγής, αφού συνοδεύεται από επιβολή ποινής, έτσι ώστε να πρόκειται μάλλον για μείωση της ποινής λόγω εμπράκτου μετανοίας με ταυτόχρονο plea bargaining που απαλλάσσει το ποινικό σύστημα από περαιτέρω βαθμούς δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται μάλλον για διάταξη αποβλέπουσα στην αποσυμφόρηση του ποινικού συστήματος παρά για ποινική συνδιαλλαγή.
Πέμπτον, ειδικά ως προς την τοκογλυφία, οι εισαγόμενες διατάξεις τόσο για την έμπρακτη μετάνοια όσο και για την αποχή από την ποινική δίωξη και από την ποινή σε περίπτωση εντελούς ικανοποιήσεως είναι επιεικέστερες από τις σήμερα ισχύουσες για το έγκλημα του άρθρου 404 ΠΚ, που απαιτούν ήδη για την εξάλειψη του αξιοποίνου απόδοση και των τόκων. Ώστε μετά την εξέταση του τοκογλύφου από την Αρχή δεν μένει πλέον τίποτε επιπλέον για αποχή από τη δίωξη ή από την ποινή ή για ποινική συνδιαλλαγή.
Έκτον, δεν θα πρέπει σε συνάρτηση με τα ανωτέρω να παραβλεφθεί ο ισοπεδωτικός χαρακτήρας των διατάξεων, αφού π.χ. ο δράστης κακουργηματικής απάτης με αντικείμενο άνω των 73.000 ευρώ απαλλάσσεται υπό τις αυτές προϋποθέσεις (αποδίδοντας το αυτό ποσό) με τον δράστη του πλημμελήματος της απατηλής πρόκλησης βλάβης ή της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας που ζημίωσε κατά το αυτό ποσό τον παθόντα, καίτοι η απαξία του πρώτου εγκλήματος είναι πολύ βαρύτερη.
Έβδομον, εντύπωση προκαλεί η απάλειψη από τις νέες διατάξεις της προϋπόθεσης, η απόδοση του πράγματος να συντελείται οικειοθελώς («με δική του θέληση»). Όπως είχα παρατηρήσει στο παρελθόν [23] μια παράπλευρη αλλά όχι αμελητέα χρησιμότητα της μέχρι τώρα ισχύουσας διάταξης συνίστατο στο ότι διευκρίνιζε αυθεντικά ότι η έννοια του οικειοθελούς ήταν ανεξάρτητη από την ύπαρξη ποινικής δίωξης (αφού οικειοθελής απόδοση ήταν δυνατή και μετά την άσκησή της), πράγμα που συνέβαλε ουσιωδώς στην επιεικέστερη ερμηνεία των διατάξεων για την έμπρακτη μετάνοια. Τώρα με την απάλειψη της εν λόγω προϋπόθεσης από τους όρους της αποχής από την ποινή ή της συνδιαλλαγής (παρ. 2 και 3 του νέου άρθρου 384 και παρ. 2 και 3 του νέου άρθρου 406Α) απεμπολείται και αυτή η δυνατότητα.
Όγδοον: Όπως είχα παρατηρήσει και στο παρελθόν, η δυνατότητα ικανοποίησης του παθόντος εξασθενίζει το θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας, αφού ο δράστης έχει κάθε λόγο να αναμείνει, ενδεχομένως επί έτη, μέχρι την ημέρα της οριστικής απόφασης, για να αποζημιώσει τον παθόντα, που θα έχει στο μεταξύ εξαντληθεί από τον μέχρι τότε δικαστικό αγώνα [24] . Ακόμη η αξιόποινη πράξη συρρικνώνεται σε μια ιδιωτική διαφορά που παραγνωρίζει τον δημοσίου δικαίου χαρακτήρα της ποινής [25] .
Ένατον: Ζητήματα δημιουργούνται με την πολιτική αγωγή: ο Νόμος δεν διευκρινίζει αν κατά την εισαγωγή σε δίκη του κατηγορουμένου, προκειμένου να του επιβληθεί ποινή κατά της ελευθερίας μέχρι τριών ετών, μπορεί πλέον ο παθών να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, έστω για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης [26] .
Δέκατον: Ομοίως ο Νόμος δεν διευκρινίζει τι γίνεται σε περίπτωση που το πρακτικό συνδιαλλαγής δεν περιέχει ομολογία ενοχής. Πράγματι, αυτή η τελευταία δεν είναι απαραίτητη! Ο δράστης μπορεί κάλλιστα να ισχυρισθεί ότι καλοπίστως κατεκράτησε τα χρήματα που κατηγορείται ότι υπεξήρεσε κ.λπ., και στο ακροατήριο να ισχυρισθεί ότι δεν είχε δόλο. Πώς προεξοφλεί ο νομοθέτης ότι είναι ένοχος; Καθιερώνεται επομένως τεκμήριο ενοχής, πράγμα που θέτει ζήτημα συνταγματικότητας [27] .
Ενδέκατον: Δεδομένου ότι τα ποινικά αδικήματα κατά της περιουσίας συνήθως ακολουθούνται από νομιμοποίηση των εσόδων της εγκληματικής δραστηριότητας, η οποία κατά το δίκαιό μας τιμωρείται ακόμη και όταν τελείται από τον αυτουργό της κυρίας πράξης, ελλοχεύει ο κίνδυνος, οι διατάξεις του υπό συζήτηση νόμου να καταστούν γράμμα κενό. Διότι αν μεν ο δράστης απαλλαγεί ως προς την πρότερη πράξη λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος, απαλλάσσεται ο υπαίτιος και για τη συναφή πράξη της νομιμοποίησης κατ’ άρθρο 45 παρ. 3 Ν 3691/2008. Αν όμως αυτός κηρυχθεί ένοχος μετά από συνδιαλλαγή και τιμωρηθεί με φυλάκιση μέχρι τριών ετών (άρθρο 308Β παρ. 7 ΠΚ), εξακολουθεί να ευθύνεται για «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος». Πρέπει επομένως να τροποποιηθεί αντιστοίχως η σχετική διάταξη του άρθρου 45 Ν 3691/2008.
Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι στη ρύθμιση δεν περιλαμβάνονται διατάξεις με τις οποίες επίσης προστατεύονται περιουσιακά έννομα αγαθά, όπως η έκθεση πλοίου σε κίνδυνο με λαθρεμπορία (άρθρο 297 ΠΚ) και τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας που τελέστηκαν υπό καθεστώς υπαίτιας μέθης (άρθρο 193 ΠΚ). Γιατί να μην απαλλάσσεται της ποινής εκείνος που έκλεψε υπό τις περιστάσεις του 193 ΠΚ; Θα έπρεπε ακόμη να απασχολήσει το νομοθέτη η υπαγωγή στη συνδιαλλαγή της κοινοτικής απάτης, της φοροδιαφυγής υπό ενιαία ρύθμιση καθώς και η πρόβλεψη μεταβατικών διατάξεων για τη δυνατότητα εφαρμογής ποινικής συνδιαλλαγής σε κακουργήματα για τα οποία έχει ήδη χωρήσει παραπομπή.
Μελέτη Ελισάβετ Καστανίδου
Ποιν.Δικαιοσύνη Νοέμβριος 2017
Ενα ιδιαίτερα ευνοϊκό μέτρο προβλέπει το άρθρο 35 Ν 4139, διασφαλίζοντας προνομιακούς όρους απόλυσης από τη φυλακή.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ με βάση το άρθρο 105 ΠΚ για να απολυθεί κάποιος πρέπει να έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του, αν πρόκειται για φυλάκιση, και τα τρία πέμπτα αν πρόκειται για κάθειρξη, με βάση το άρθρο 35 παρ. 1 Ν 4139, μπορεί να απολυθεί ήδη μόλις συμπληρώσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα έκτο της ποινής του, εφόσον έχει καταδικαστεί για τα εγκλήματα του άρθρου 32 παρ. 1 του ίδιου νόμου, εκτίει την ποινή του στη φυλακή και έχει παρακολουθήσει πρόγραμμα σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης μέσα στη φυλακή. Για τον υπολογισμό του ενός έκτου της ποινής λαμβάνεται υπόψη και ο ευεργετικός υπολογισμός των ημερών εργασίας[23]. Η απόλυση χορηγείται πάντως υπό τον όρο παρακολούθησης αντίστοιχου προγράμματος ολοκλήρωσης της απεξάρτησης εκτός φυλακής.
Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τη νομολογία μας, για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, δεν αποτελεί εμπόδιο η προηγούμενη τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου ότι ο δράστης δεν ήταν εξαρτημένος κατά την τέλεση της πράξης[24]. Η θέση αυτή είναι ασφαλώς ορθή, εφόσον, όπως ήδη ειπώθηκε, η επιβολή της ποινής συναρτάται με την κατάσταση του δράστη κατά τη στιγμή τέλεσης της πράξης και επομένως η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς τη μη ύπαρξη εξάρτησης κατά το χρόνο εκείνο. Αντίθετα, το βούλευμα που διατάσσει την υπό όρους απόλυση του καταδικασθέντος αξιολογεί την κατάστασή του κατά τη στιγμή έκτισης της ποινής —σε ένα δηλαδή εντελώς διαφορετικό χρόνο— οπότε και δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο όταν το δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ένα άλλο έγκλημα, όπως λ.χ. μια ληστεία ή μια σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη, δεν τελέστηκε για να διευκολυνθεί η χρήση των ναρκωτικών ουσιών. Με δεδομένο ότι το άρθρο 35 παρ. 1 Ν 4139 εφαρμόζεται μόνο στα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 32 παρ. 1 του ίδιου νόμου, δηλαδή μόνο σε εγκλήματα που έχουν τελεστεί για να διευκολυνθεί η χρήση των ναρκωτικών, η καταδικαστική απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο, που δεν μπορεί να ανατραπεί με μεταγενέστερο βούλευμα.
Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που η επιβληθείσα ποινή είναι φυλάκιση, οπότε και ζητεί εφαρμογή η παρ. 2 του άρθρου 35 Ν 4139. Με βάση τη διάταξη αυτή, όσοι κρατούνται για οποιοδήποτε έγκλημα, κακούργημα ή πλημμέλημα, μπορούν να απολυθούν οποτεδήποτε —ακόμα και χωρίς να έχουν συμπληρώσει το ένα έκτο της ποινής τους— εφόσον έχουν παρακολουθήσει με επιτυχία σχετικό θεραπευτικό πρόγραμμα. Η διάταξη ισχύει επομένως και για εγκλήματα που δε σχετίζονται με τη χρήση των ναρκωτικών (όπως λ.χ. μια αποπλάνηση ανηλίκου), εφόσον ο δράστης απέκτησε στη συνέχεια την έξη της χρήσης των ουσιών.
Κατά τα λοιπά, ισχύουν βέβαια οι προϋποθέσεις του άρθρου 106 ΠΚ σε ό,τι αφορά τη χορήγηση της απόλυσης, εφόσον η απόλυση δεν είναι υποχρεωτική, αλλά δυνητική. Μπορεί επομένως να μη χορηγηθεί, αν κριθεί, με ειδική αιτιολογία, ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησης για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν άλλων αξιόποινων πράξεων [25]..
[23]. Επομένως για μια ποινή κάθειρξης δώδεκα ετών, ο καταδικασθείς θα μπορεί να απολυθεί υπό όρο ήδη μόλις συμπληρώσει δύο έτη και με ευεργετικό υπολογισμό ημερών εργασίας, ακόμα και μετά την πάροδο χρόνου κατώτερου των δύο ετών.
[24]. Βλ. και ΣυμβΠλημΑθ 5472/2013 ΠοινΔικ 2014, 476, ΣυμβΠλημΘεσ 726/2013 ΠοινΔικ 2014, 478, με παρατ. Μ. Καρπόνη και Π. Τοπαλνάκου.
[25]. Πρβλ. και ΓνωμΕισΑΠ 7/2013 ΠοινΔικ 2013, 734, ΔιατΕισΠλημΛαρ 144/2013 ΠοινΔικ 2014, 484.
Άρθρο Π. Βρυνιώτη, Πρακτική προσέγγιση των εναλλακτικών τρόπων έκτισης της ποινής
Ποινική Δικαιοσύνη Αυγουστος-Σεπτέμβριος 2017
Πρώτον, επιτρέπεται η έκτιση μίας συνολικής ποινής με παροχή κοινωφελούς εργασίας;
Ο προβληματισμός εκκινεί από την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 4 του Ν 3727/2008, με την οποία είχε προστεθεί εδάφιο γ΄ στην τότε ισχύουσα παρ. 6 του άρθρου 82 ΠΚ, και οριζόταν ρητά ότι για να τύχει εφαρμογής περαιτέρω μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας σε περίπτωση συνολικής ποινής, αρκούσε η βαρύτερη ποινή φυλάκισης να μην υπερβαίνει τα τρία έτη(τότε ισχύον όριο μετατροπής). Η κατάργηση της ρητής αυτής ρύθμισης δύναται να δημιουργήσει σύγχυση, ως προς τη βούληση του νομοθέτη, σχετικά με το επιτρεπτό ή μη πλέον της έκτισης μιας συνολικής ποινής με παροχή κοινωφελούς εργασίας[9]. Ήδη όμως, η ΑΠ 840/2015[10], απεφάνθη υπέρ της δυνατότητας έκτισης μιας συνολικής ποινής με παροχή κοινωφελούς εργασίας, κρίνοντας ότι η εξαίρεση της παροχής κοινωφελούς εργασίας από το σχηματισμό συνολικής ποινής, που αποτελείτο από συντρέχουσες ποινές αποφάσεων που είχαν μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας η κάθε μία, δεν ήταν ορθή, με το αιτιολογικό ότι η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που μετατράπηκε σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο ή παροχή κοινωφελούς εργασίας διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής[11]. Έτσι είναι νοητός ο επιβαλλόμενος καθορισμός συνολικής ποινής και στην περίπτωση της έκτισης με παροχή κοινωφελούς εργασίας. Μάλιστα, η στάση αυτή της νομολογίας, επικροτείται, με την ταυτόχρονη, ορθή, επισήμανση της ανάγκης ενιαίας ρύθμισης της υποχρέωσης προς παροχή κοινωφελούς εργασίας, ώστε να καθίσταται πρακτικά εφικτή η εκτέλεσή της[12]. Πάντως, τα ανωτέρω, επιρρωννύονται και από τις αποφάσεις του ανωτάτου ακυρωτικού, οι οποίες είναι μεταγενέστερες της κατάργησης της ανωτέρω ρύθμισης. Συγκεκριμένα, η ΑΠ 954/2015[13], δεν ανέφερε ότι δεν είναι επιτρεπτή η μετατροπή μιας συνολικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αλλά ως κρίσιμο στοιχείο για τη μετατροπή της συνολικής ποινής έθεσε το επιτρεπτό της μετατροπής της ποινής βάσης σε χρηματική. Ακόμη, η ΑΠ 1426/2016[14], όπως θα δούμε και παρακάτω, αντιμετώπισε ζήτημα συνολικής ποινής που είχε μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και δέχτηκε τη δυνατότητα αυτή, αφού αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση, απλώς για τα ζητήματα του καθορισμού των ωρών και της δικαιοδοσίας προσδιορισμού του τόπου παροχής της κοινωφελούς εργασίας. Πάντως, το ανωτέρω ερώτημα, κρίνεται πλεοναστικό, καθώς δεν προβλέπεται απευθείας μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, χωρίς να έχει μεσολαβήσει μετατροπή της σε χρηματική. Έτσι, δεν τίθεται καν ζήτημα ως προς τη μετατροπή συνολικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αφού αυτή θα πρέπει προηγουμένως να έχει μετατραπεί σε χρηματική[15]. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, είναι επιτρεπτή η έκτιση μιας συνολικής ποινής με παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Δεύτερον, εφόσον επιτρέπεται η έκτιση μιας συνολικής ποινής με παροχή κοινωφελούς εργασίας, κριτήριο για τη μετατροπή της συνολικής ποινής τόσο σε χρηματική όσο και περαιτέρω σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, θα αποτελέσει η μετατροπή της ποινή βάσης ή το ύψος της συνολικής ποινής;
Στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 Ν 1240/1982[16] προβλέπεται ότι η συνολική ποινή μετατρέπεται σε χρηματική ακόμη και αν υπερβαίνει το όριο μετατρεψιμότητας ή περιλαμβάνει αμετάτρεπτες ποινές, αρκεί να μετατρέπεται η ποινή βάσης. Η μετατροπή της συνολικής ποινής, λοιπόν, γίνεται με τους όρους μετατροπής της ποινής βάσης[17]. Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία, έχει καθοριστεί συνολική ποινή, το κρίσιμο για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική, αποτελεί η ποινή βάσης να είναι δεκτική μετατροπής σε χρηματική[18]. Να εμπίπτει, δηλαδή αφενός στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 82 παρ. 1, 10 ΠΚ[19] και αφετέρου να μην απαγορεύει η διάταξη του οικείου εγκλήματος τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική[20]. Επομένως, κριτήριο για τη μετατροπή της συνολικής ποινής, αποτελεί το να υπόκειται σε μετατροπή η ποινή βάσης και όχι η συνολική ποινή, το ύψος της οποίας μπορεί να ξεπερνά το όριο της μετατρεψιμότητας, δηλαδή το όριο των πέντε ετών[21]. Διαφορετικά, δεν μετατρέπεται και η συνολική ποινή[22]. Συνακόλουθα, το κρίσιμο και για τη μετατροπή μιας συνολικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας αποτελεί η μετατροπή της ποινής βάσης[23].
Ανακύπτει ζήτημα αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού των ωρών για το πέραν των πέντε ετών χρονικού διαστήματος μέρος του υπολοίπου της ποινής, καθώς στη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 5 ΠΚ, ρυθμίζονται οι ώρες κοινωφελούς εργασίας που αντιστοιχούν έως και σε πέντε έτη. Το θέμα αυτό έλυσε πρόσφατα ο Άρειος Πάγος, με την ΑΠ 1426/2016[46], η οποία δέχτηκε επί λέξει ότι «επί συνολικής ποινής φυλάκισης, που υπερβαίνει τα πέντε έτη και που έχει μετατραπεί σε χρηματική, εφ’ όσον ζητείται η περαιτέρω μετατροπή της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, το αρμόδιο δικαστήριο, σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως του καταδίκου, οφείλει αφενός μεν να προβεί στον καθορισμό του αριθμού των ωρών εργασίας που πρέπει να παρασχεθούν και αντιστοιχούν, όχι μόνον για το μέρος του χρονικού διαστήματος των πέντε ετών αυτής (της ποινής), αλλά και για το πέραν των πέντε ετών μέρος του υπολοίπου (χρονικού διαστήματος) μέρους της. Και τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση το πέραν των πέντε ετών μέρος της επιβληθείσας ποινής φυλακίσεως, θα παρέμενε ανεπιτρέπτως ανεκτέλεστο (δίκην αμνηστεύσεως, απονομής χάριτος κ.λπ.)». Επιπροσθέτως, διατυπώνεται και η άποψη ότι ενδεχόμενη διαφορετική προσέγγιση, θα οδηγούσε στο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα διαφορετικής βαρύτητας συνολικές ποινές πέντε έως δέκα ετών να εκτίονται με τον ίδιο αριθμό ωρών κοινωφελούς εργασίας[47]. Στη λογική αυτή και οι αποφάσεις ΜΕφΚακΑθ 1448/2015 και ΜΕφΚακΑθ 897/2013[48], για τα εκτιτέα δέκα έτη[49], όρισαν χρόνο κοινωφελούς εργασίας 2.400 ώρες (1.200 για κάθε πενταετία). Πρακτικά, λοιπόν, το ζήτημα, του ακριβούς καθορισμού των ωρών για την παροχή της κοινωφελούς εργασίας στην περίπτωση αυτή, ενόψει απουσίας νομοθετικής ρύθμισης, επιλύεται αναγωγικά στα περισσότερα έτη με αθροιστικό υπολογισμό. Για τον υπολογισμό δηλαδή των ωρών στα περισσότερα έτη, ως βάση τίθενται οι 1200 ώρες που αντιστοιχούν στα πέντε έτη και προστίθεται αναλογικά τα υπόλοιπα έτη, με τα οποία σχηματίζεται η συνολική ποινή (π.χ. προκειμένου για συνολική ποινή οκτώ ετών 1200 ώρες για τα πέντε πρώτα + 720 ώρες για τα υπόλοιπα τρία = 1920 ημέρες)[50]. Κατά τα ανωτέρω, παρατίθεται συνοπτικά σε μορφή πίνακα ο τρόπος υπολογισμού των ωρών παροχής κοινωφελούς, για τα εκτιτέα δέκα έτη, προκειμένου για συνολική ποινή φυλάκισης[51]:
Ποινή | Ώρες |
Έως ένα έτος | 100 έως 240 |
Από ένα έως δύο έτη | 241 έως 480 |
Από δύο έως τρία έτη | 481 έως 720 |
Από τρία έως τέσσερα έτη | 721 έως 960 |
Από τέσσερα έως πέντε έτη | 961 έως 1200 |
Από πέντε έως έξι έτη | 1200 + 100 έως 240 |
Από έξι έως επτά έτη | 1200 + 241 έως 480 |
Από επτά έως οκτώ έτη | 1200 + 481 έως 720 |
Από οκτώ έως εννέα έτη | 1200 + 721 έως 960 |
Από εννέα έως δέκα έτη | 1200 + 961 έως 1200 |
Τέλος, συνοπτικά, να σημειώσουμε, ότι καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για να αποφανθεί επί αιτήματος μετατροπής συνολικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο/Εφετείο[52]. Στην πράξη, βέβαια, για λόγους οικονομίας σύνηθες είναι να αποφαίνεται για τη μετατροπή αυτή, το ίδιο το δικαστήριο, που προέβη στον καθορισμό συνολικής ποινής, με μεταγενέστερη απόφαση, διαφορετική από εκείνη που καθόρισε συνολική ποινή[53]. Ακόμη, κατά των αποφάσεων αυτών δεν χωρεί αναίρεση από τον καταδικασθέντα, με το επιχείρημα ότι αυτές δεν είναι τελειωτικές της κατηγορίας[54]. Μόνον ο Εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως στην περίπτωση αυτή.
Συλλογή πηγών για ειδικά θέματα με την ιατρική πράξη-Παρουσίαση σε επιστημονική εκδήλωση στις 1/10/2017 με θέμα ιατρική ευθύνη σήμερα και νέες τεχνολογίες
Επιμέλεια Λάμπρος Σ.Τσόγκας Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης
Η ευθύνη από μη ιατρική πράξη
ΕΦΑΘ 4549/2000
Αθώωση γιατρού που κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία με παράλειψη, διότι το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι η άμεση χειρουργική επέμβαση, την οποία όφειλε να κάνει, θα μπορούσε να ανακόψει την αυτοδύναμη εξέλιξη του κινδύνου προς τη βλάβη της ζωής.
Η ανθρωποκτονία με συναίνεση και η συμμετοχή σε αυτοκτονία
Μελέτη κ.Χαραλαμπάκη
Σύμφωνα με μία άποψη που έχει εκφρασθεί στην επιστήμη η διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας με συναίνεση και της συμμετοχής σε αυτοκτονία έγκειται μόνο στην ένταση της συμπράξεως στη θανατηφόρο ενέργεια, όπου στη δεύτερη περίπτωση δεν αναμειγνύεται ο συμμέτοχος άμεσα στην τέλεση της πράξεως ενώ στην πρώτη την επιτελεί μαζί με το θύμα . Κοινό όμως χαρακτηριστικό των δύο περιπτώσεων είναι το γεγονός της ελεύθερης απόφασης του θύματος που μειώνει το άδικο της συμπραξης στο θάνατό του. Στο άρθρο 300 ΠΚ το κύριο βάρος πέφτει στην πράξη του δράστη, η οποία θεωρείται –όπως προκύπτει και από την επικεφαλίδα της διατάξεως– αναντίρρητα ανθρωποκτονία. Η αξιολόγηση της περιπτώσεως συνίσταται στην έρευνα του αν ο δράστης κατά την τέλεση της πράξης παρασύρθηκε από τη «σπουδαία» και «επίμονη» απαίτηση του θύματος και προέβη στην πράξη από λόγους «οίκτου» προς το θύμα, οπότε τυγχάνει της προβλεπόμενης προνομιακής μεταχείρισης. Η «σπουδαιότητα» της απαιτήσεως του θύματος παίζει εδώ ανασταλτικό ρόλο: αφενός μεν συγκρατεί τον υποψήφιο δράστη από το να θέσει επιπόλαια και αβασάνιστα σε πράξη τα αισθήματα οίκτου που τρέφει προς το θύμα, φονεύοντάς το ήδη με την πρώτη σχετική επιθυμία που θα εκδηλώσει αυτό, αφετέρου δε εμποδίζει τυχόν «πονηρές» σκέψεις τρίτων που εκμεταλλευόμενοι μια στιγμή αδυναμίας του θύματος, όπου αυτό χωρίς να το καλοσκεφθεί ζητά τη θανάτωσή του, πραγματοποιώντας τους εγκληματικούς του σκοπούς. Το άρθρο 301 ΠΚ αντίθετα ρυθμίζοντας όχι περίπτωση ανθρωποκτονίας αλλά συμμετοχής σε αυτοκτονία, ρίχνει καταρχήν το βάρος της κρίσεως στην πράξη του αυτόχειρα, ερευνώντας αν αυτή υπήρξε αποτέλεσμα ελεύθερης και αβίαστης βούλησης, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλ. διαπιστωθεί το «ανελεύθερο» της αυτοκτονίας, η έρευνα ως προς τη συμπεριφορά του τρίτου στρέφεται προς την κατεύθυνση της έμμεσης αυτουργίας. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι μεταξύ της ανθρωποκτονίας εν συναινέσει του άρθρου 300 ΠΚ και της συμμετοχής σε αυτοκτονία του άρθρου 301 ΠΚ υφίσταται βασική διαφορά.
Η σύγκρουση καθηκόντων του ιατρού
ΣυμβΠλημΚαλ 50/2015
Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν 3418/2005: «ο ιατρός, που ευρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων αντιμετωπίζει τη σύγκρουση αυτή, με βάση την επιστημονική του γνώση, τη σύγκριση των εννόμων αγαθών που διακυβεύονται, τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και τη συνείδησή του στο πλαίσιο των αρχών του άρθρου 2 (άσκηση της ιατρικής, ως λειτούργημα)». Η διάταξη του άρθρου 15 του ΚΙΔ καθορίζει κριτήρια, βάσει των οποίων θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση καθηκόντων, στην οποία δύναται να βρεθεί. Ως σύγκρουση καθηκόντων νοείται εκείνη η σχέση ανάμεσα σε δύο (2) καθήκοντα του ίδιου φορέα, που συνίσταται στην πραγματική κατάσταση ότι η εκπλήρωση του ενός δεν είναι δυνατή, παρά μόνο με την προσβολή του άλλου. Μαζί με τον φορέα των καθηκόντων στις οριακές αυτές καταστάσεις δοκιμάζεται και το ίδιο το δίκαιο. Ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη δεινή κατάσταση, στην οποία δύναται να βρεθεί ο ιατρός, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ορίζει ότι η αξιολόγηση της πραγματικής αυτής κατάστασης γίνεται με βάση: α) την επιστημονική γνώση, β) τη σύγκριση των εννόμων αγαθών που διακυβεύονται, γ) τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας και δ) τη συνείδησή του στο πλαίσιο των αρχών του άρθρου 2 του Ν 3418/2005. Η σύγκρουση καθηκόντων αποτελεί ιδιάζουσα μορφή κατάστασης ανάγκης ή άλλως είδος «υποκειμενικής κατάστασης ανάγκης». Και οι δύο παρουσιάζουν ομοιότητες με τη σύγκρουση εννόμων αγαθών. Η ειδοποιός διαφορά της σύγκρουσης καθηκόντων, σε σχέση με την κατάσταση ανάγκης, έγκειται στο γεγονός ότι κατά τη σύγκρουση καθηκόντων τίθεται υπό στάθμιση δίπλα στο διασωτέο - προστατευτέο αγαθό, συμφέρον ή αξία ένα ακόμη αξιολογήσιμο μέγεθος, ένα εκπληρωτέο νομικό καθήκον. Και έτσι το καθήκον συνιστά ταυτόχρονα και συμμόρφωση και ανυπακοή στις επιταγές του δικαίου. Η συστηματοποίηση κριτηρίων στο άρθρο 15 του ΚΙΔ δεν επιλύει το δίλημμα του ιατρού, που καλείται να ενεργήσει, όταν η ζωή ή η υγεία περισσότερων ανθρώπων τίθεται σε διακινδύνευση, καθόσον από πλευράς ποινικού δικαίου η σύγκρουση καθηκόντων ευρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ άρσης του αδίκου και καταλογισμού, καθόσον συνιστά άλλοτε λόγο που αποκλείει το άδικο και άλλοτε λόγο που αποκλείει τον καταλογισμό. Πέραν των ως άνω εκτεθέντων, όταν ο ιατρός έχει συνείδηση ότι ευρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων και ενεργεί, με πρόθεση να εκπληρώσει ένα από αυτά και με την προϋπόθεση ότι η σύγκρουση καθηκόντων δεν είναι υπαίτια, δηλαδή δεν έχει προκληθεί από τον ίδιο τον ιατρό, με την πρόθεση να τελέσει αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της σύγκρουσης καθηκόντων, τότε η διαπίστωση της σύγκρουσης αυτής οδηγεί σε αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα του μη εκπληρωθέντος καθήκοντος.
Τα διλήμματα του ιατρού και ο Κώδικας Ιατρικής ∆εοντολογίας
Ε.Φυτράκης
Ο ιατρός υπό οιεσδήποτε συνθήκες, υπό απειλή ή και κατόπιν εντολής, δεν µπορεί να στρέψει τις γνώσεις του ενάντια στη ζωή και την αξιοπρέπεια, π.χ. συµβάλλοντας σε βασανιστήρια. Άλλωστε, όπως υποστηρίζεται µια πράξη που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ουδέποτε µπορεί να δικαιολογηθεί (να αρθεί το άδικό της) λόγω κατάστασης ανάγκης κατ’ άρθ. 25 ΠΚ. Τέτοιο παράδειγµα είναι η αιµοληψία «µε το ζόρι», αν αυτή είναι αναγκαία για τη σωτηρία, ενός άλλου ανθρώπου. Σ’ αυτή την προβληµατική ανήκει και η περίπτωση της διατήρησης της ζωής του (θνήσκοντος) ασθενούς, υπό συνθήκες όµως που προσβάλλουν την αξιοπρέπειά του, εφόσον αυτός αντιµετωπίζεται (πλέον) ως ιατρικό «αντικείµενο» και η παράταση της ζωής του γίνεται από ιδιοτέλεια π.χ. από τους συγγενείς ή το νοσοκοµείο. Εδώ, η σύγκρουση καθηκόντων δια- τήρησης ή διακοπής της ζωής, λύνεται από τον ιατρό υπέρ του δεύτερου, αφού αυτό παύει την προσβολή της αξιοπρέπειας του ασθενούς.
Ο ασθενής, παρότι έχει ενηµερωθεί ορθά, αρνείται να συναινέσει σε απολύτως αναγκαία ιατρική πράξη (π.χ. µετάγγισης αίµατος), χωρίς την ο- ποία θα χάσει τη ζωή του. Και πάλι το καθήκον του ιατρού για σεβασµό της βούλησης του ασθενούς συγκρούεται µε την καθήκον του για διατήρηση της ζωής. Κατά µία άποψη, η σύγκρουση καθηκόντων αποδεικνύεται αλυσιτελής για τον αποκλεισµό της ποινικής ευθύνης του ιατρού που επιχειρεί αυτογνωµόνως θεραπευτική πράξη. Ωστόσο, κατ’ άλλη άποψη, η επέµβαση των ιατρών είναι επιβεβληµένη ή έστω δικαιολογηµένη, επί τη βάσει της αρχής του υπέρτερου συµφέροντος, ιδίως εφόσον διακυβεύεται η ίδια η ζωή του ασθενούς ή έστω της σύγκρουσης καθηκόντων.
ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Δ.Σ. ΛΑΡΙΣΗΣ
ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ
«Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ»
Εισηγητής: Ζήσης Κωνσταντίνου, δικηγόρος Αθηνών
Θέμα: Απαγόρευση μαρτυρίας δικηγόρων – κατασχέσεις και έρευνες σε γραφεία δικηγόρων (212, 261, 262 ΚΠοινΔ)
Απαγόρευση μαρτυρίας
α!
Η προστασία του καθήκοντος σιωπής (άρθρο 371 ΠΚ) συμπληρώνεται με την απαγόρευση εξέτασης του συνηγόρου ως μάρτυρoς, τόσο στην προδικασία, όσον και στην κυρία διαδικασία (άρθρο 212 ΚΠοινΔ).
Πράγματι με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας απαγορεύεται η εξέταση του συνηγόρου ως μάρτυρος σχετικά με όσα του εμπιστεύθηκε ο πελάτης του. Επίσης ο συνήγορος κρίνει σύμφωνα με την συνείδησή του, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να καταθέσει όσα άλλα έμαθε με αφορμή την άσκηση του Λειτουργήματός του. Όμως είναι ευνόητον ότι, για γεγονότα που αφορούν τρίτους, μη πελάτες του δικηγόρου, αυτός, όπως όλα τα άλλα πρόσωπα, έχει τη γενική υποχρέωση προς μαρτυρία κατά τη διάταξη του άρθρου 209 ΚΠοινΔ.-
Ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 212 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η οποία απαγορεύει να εξετασθεί ως μάρτυρας, ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα, και ο δικηγόρος, ακόμη και αν υπάρχει η συναίνεση του πελάτη του, τέθηκε για κοινωνικούς λόγους, οι οποίοι είναι υπέρτεροι από την ιδιωτική βούληση του πελάτη του. Δηλαδή η απαγόρευση εξέτασης, ως μάρτυρος, του συνηγόρου εισάγεται χάριν του «κύρους» του Δικηγορικού Λειτουργήματος.-
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι στην ποινική δίκη, η οποία αφορά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, προστατεύεται πρωταρχικά η «εμπιστοσύνη του κοινού σε συγκεκριμένα επαγγέλματα» και ακολουθεί η «προστασία της σφαίρας των ιδιωτικών απορρήτων».-
Εκείνο, πάντως, που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί, είναι το ακόλουθο: Η σφαίρα των ιδιωτικών απορρήτων των ατόμων, που προστατεύεται από το άρθρο 212 ΚΠοινΔ, δεν είναι παρά το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του ανθρώπου, να έχει και να διατηρεί μυστικά γεγονότα ή καταστάσεις της ιδιωτικής ζωής του, ως μια ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος της προσωπικότητας.-
β!
Έτσι από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντ. προκύπτει ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και αξιώνει τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του.-
Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του συνηγόρου και του πελάτη του στηρίζεται στην πεποίθηση του πελάτη ότι ο συνήγορος παρέχει την εγγύηση ότι θα διατηρήσει μυστικά τα γεγονότα, που εμπιστεύθηκε σ” αυτόν.-
Τούτο σημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 212 ΚΠοινΔ συγκεκριμενοποιεί το περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9α και 19 του Συντ., αφού επιβάλλει περιορισμούς στην απόδειξη, προκειμένου να διατηρηθεί μυστικός ένας κύκλος γεγονότων της ιδιωτικής ζωής κάθε ανθρώπου.-
Αναλυτικότερα παρατηρείται ότι στο άρθρο 212 ΚΠοινΔ, μετά από αξιολόγηση του νομοθέτη, περιέχεται μια αποδεικτική απαγόρευση, δηλαδή απαγόρευση εξέτασης των συνηγόρων. Έτσι ο ανακρίνων ή το δικαστήριο οφείλει να μην εξετάσει ως μάρτυρα το συνήγορο. H αποδεικτική, λοιπόν, απαγόρευση του άρθρου 212 ΚΠοινΔ είναι από εκείνες, που ρυθμίζονται από τον ΚΠοινΔ. Ετσι η, κατά παράβαση αυτού του άρθρου, αξιοποίηση της μαρτυρικής κατάθεσης του συνηγόρου, συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας. Πρόκειται για σχετική ακυρότητα, η οποία πρέπει να προταθεί από τον εισαγγελέα ή τον διάδικο, που έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 173 και 174 ΚΠοινΔ. Επίσης, αν απορριφθεί η πρόταση της ακυρότητας από το δικαστήριο, θεμελιώνεται αναιρετικός λόγος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β! ΚΠοινΔ.-
Έτσι εξηγείται, γιατί στη διάταξη του άρθρου 212 ΚΠοινΔ υπερισχύει η αξία του επαγγελματικού απορρήτου και ειδικότερα της εμπιστοσύνης του κοινού στο Δικηγορικό Επάγγελμα – Λειτούργημα και ακολουθεί η αξία, που έχει για την έννομη τάξη η ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας.-
Για την πληρότητα της αναπτύξεως αξίζει τον κόπο να επισημανθεί η ΑΠ 1569/2013 (ΠραξΛογΠΔ 2014/24).-
γ!
Ενόψει των παραπάνω εκτεθέντων συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 212 ΚΠοινΔ, ως δικονομική κύρωση του άρθρου 371 ΠΚ, δικαιολογεί και συμπληρώνει το νομοθετικό λόγο της ποινικής ευθύνης του συνηγόρου για παραβίαση του καθήκοντος της επαγγελματικής εχεμυθείας.-
Επισημαίνεται, πάντως, ότι οι συνήγοροι του κατηγορουμένου μπορούν εξ αρχής να καταθέσουν ως μάρτυρες στο ακροατήριο του δικαστηρίου που δικάζει υπόθεση του εντολέως τους, στο μέτρο, που, σύμφωνα με τη συνείδηση τους, η κατάθεσή τους, συμπορεύεται με το συμφέρον του εντολέων τους, αφού προηγουμένως παραιτηθούν από την υπεράσπισή του.-
δ!
Τέλος πρέπει να παρατηρηθεί ότι προβλήματα δημιουργούνται από τη σύγκριση της διάταξης του άρθρου 371 ΠΚ με εκείνη του άρθρου 212 ΚΠοινΔ. Με άλλα λόγια ο κύκλος των προσώπων του άρθρου 371 ΠΚ δεν συμπίπτει με τα ορισμένα επαγγέλματα-λειτουργήματα του άρθρου 212 ΚΠοινΔ. Δηλαδή δεν επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας, αν εξετασθούν ως μάρτυρες οι βοηθοί των δικηγόρων, που, όμως, τιμωρούνται κατά το άρθρο 371 παρ. 1 και 2 ΠΚ, αν φανερώσουν ιδιωτικά απόρρητα, που τους εμπιστεύθηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματος ή της ιδιότητάς τους, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 212 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Όμως τη διέξοδο δίνει η διάταξη του άρθρου 371 παρ. 1 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία η πράξη μένει ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση του καθήκοντός του, όπως το νομικό καθήκον μαρτυρίας του άρθρου 209 ΚΠοινΔ.-
ΙΙ!) Κατασχέσεις και έρευνες σε γραφεία δικηγόρων
α!
Η προστασία του δικηγορικού απορρήτου συμπληρώνεται και με τις διατάξεις των άρθρων 261 και 262 ΚΠοινΔ. Ετσι ο δικηγόρος μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΚΠοινΔ, να αρνηθεί την παράδοση στη Δικαστική Αρχή των εγγράφων κλπ., εφόσον δηλώσει στον ανακρίνοντα ότι με αυτόν τον τρόπο θα παραβιαζόταν το δικηγορικό απόρρητο.-
Προς αυτήν την κατεύθυνση το άρθρο 39 παρ. 1 του νέου Δικηγορικού Κώδικος (Ν. 4194/2013) ορίζει ότι υπάρχει απαγόρευση έρευνας και κατάσχεσης. Συγκεκριμένως απαγορεύεται η διεξαγωγή έρευνας για την αναζήτηση εγγράφων ή άλλων στοιχείων ή των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης αυτών, καθώς και η κατάσχεση αυτών, για όσο χρόνο βρίσκονται στην κατοχή του δικηγόρου για υπόθεση που αυτός χειρίζεται.-
Η έρευνα και η κατάσχεση στα δικηγορικά γραφεία επιτρέπεται μόνον όταν ο δικηγόρος κατηγορείται για συμμετοχή στο έγκλημα που ερευνάται, υπόθαλψη του πελάτη του ή αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Το επιτρεπτό της έρευνας και κατάσχεσης γίνεται, επίσης, δεκτόν, όταν αναζητούνται αντικείμενα, που σχετίζονται άμεσα με το έγκλημα.-
Οι ανωτέρω διατάξεις καθιερώνουν μία αποδεικτική απαγόρευση ύστερα από στάθμιση και απόφαση του νομοθέτη. Πρόκειται, όμως, για ατελείς νομικές διατάξεις, γιατί ο νομοθέτης δεν προέβλεψε τι θα γίνει, αν ο ανακρίνων παραβιάσει τις διατάξεις αυτές. Ωστόσο γίνεται δεκτόν ότι υπάρχει και απαγόρευση αξιοποίησης του παρανόμως, αμέσως ή εμμέσως, αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Όμως η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει, εφόσον το αμέσως ή εμμέσως αποκτηθέν παρανόμως αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου.-
β!
Η θέση του ΕΔΔΑ ως προς τη διενέργεια ανακριτικών ερευνών και κατασχέσεων σε δικηγορικά γραφεία έχει επανειλημμένως διατυπωθεί κατά την εκδίκαση προσφυγών που υποβλήθηκαν από δικηγόρους, οι οποίοι παραπονούνταν για παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης.-
γ!
Περαιτέρω με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3943/2011 εισήχθη νέο άρθρο 17 Α στο Ν. 2523/1997, όπου περιέχονται οι ειδικότερες ρυθμίσεις που αφορούν στο θεσμό του Οικονομικού Εισαγγελέως. Σύμφωνα με την παρ. 8 του εν λόγω άρθρου 17Α:
Ο Οικονομικός Εισαγγελέας και οι Εισαγγελείς που τον επικουρούν «έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους μη υποκείμενοι σε περιορισμό της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου είδους απορρήτου και σε κάθε μορφής αρχείο Δημόσιας Αρχής ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα».
Είναι προφανές, πως η αποδέσμευση του Εισαγγελέως από το δικηγορικό απόρρητο παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,9, 9Α και 19 του Συντ., καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 6 και 8 της ΕΣΔΑ.-
δ!
Tα ίδια ισχύουν και για τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 Ν. 4174/2013 («Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας»), κατά την οποία:
Τρίτα πρόσωπα που δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο υποχρεούνται στη χορήγηση των πληροφοριών της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου, εφόσον αυτές αφορούν οικονομικές συναλλαγές με τον φορολογούμενο. Για τις λοιπές πληροφορίες, που προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο απαιτείται έγγραφη άδεια από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Για τη χορήγηση της άδειας αυτής ο γενικός γραμματέας υποβάλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα αίτημα στο οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται οι λόγοι για τους οποίους η Φορολογική Διοίκηση επιθυμεί να αποκτήσει πληροφορίες από το πρόσωπο που δεσμεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο.
ΙΙΙ!) Νομολογία ΕΔΔΑ
Θέματα σχετικά με έρευνα σε δικηγορικό γραφείο και κατάσχεση εγγράφων αντιμετώπισε το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το περίφημο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), με τις κατωτέρω μνημονευόμενες τρεις (3) αποφάσεις του, οποίες μπορούν να αναζητηθούν αρμοδίως:
1.- Bicos Beteiligungen (16-01-2008): …Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης (: ΕΣΔΑ), καθώς κατά την ανακριτική έρευνα σε δικηγορικό γραφείο και την κατάσχεση εγγράφων δεν παρίστατο εκπρόσωπος του δικηγορικού συλλόγου.-
2.- Αleksanyan v. Russia: (05-06-2009): …Η έρευνα δυνάμει εντάλματος που δεν προσδιόριζε ακριβώς τι είδους έγγραφα αναζητούντο και δεν περιείχε ειδική μνεία για τυχόν έγγραφα που προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, συνεπάγεται παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης (: ΕΣΔΑ).-
3.- Stefanov x. Bulgaria (22-08-2008): …Όπου το ένταλμα έρευνας σε γραφείο δικηγόρου δεν προσδιόριζε το περιεχόμενο των εγγράφων που αναζητούνταν, κατασχέθηκε το σύνολο των περιφερειακών μηχανημάτων του υπολογιστή του δικηγόρου.-
Γ!
Προφορική ανάπτυξη
α!
Όπως διαπιστώσατε ήδη, από την ανάγνωση των προηγουμένων κεφαλαίων, τα θέματα που με αυτά θίγονται είναι, εν πολλοίς, γνωστά και, πάντως, αντιμετωπίζονται, όπως προαναφέρθηκε, από/με την απλή ανάγνωση των διατάξεων του Νόμου. Εντούτοις, πρέπει να σας απασχολήσω για λίγα λεπτά ακόμα. Το ακόλουθο θέμα πρέπει να μας απασχολήσει όλους, διότι αποτελεί ένα από τα επικίνδυνα και εξαιρετικά δυσάρεστα σημεία των καιρών:
1.- Σχετικώς προσφάτως το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, κατόπιν σχετικής ερωτήσεως του Υπουργείου Οικονομικών, γνωμοδότησε, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου, ότι μπορούν να γίνονται έλεγχοι στα σπίτια, αλλά και στην επαγγελματική στέγη πολιτών (επομένως και στα δικηγορικά γραφεία), όταν υπάρχουν ενδείξεις φοροδιαφυγής, χωρίς την παρουσία Εισαγγελέα.-
2.- Η εν λόγω γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ελήφθη με πλειοψηφία των μελών του 14 προς 10, προκάλεσε δε την έντονη αντίδραση του, υλικώς αρμοδίου, υπουργού Δικαιοσύνης, θεσμικών οργάνων (βλ. αμέσως κατωτέρω), αλλά και, επιτέλους, της Ομοσπονδίας των Εφοριακών Ελλάδος, εκπρόσωπος της οποίας, σε τηλεοπτική εκπομπή, εξεδήλωσε την αντίθεσή της.-
3.- Να σημειωθεί ότι η μειοψηφία επικαλείται ειδικώς το άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ, αντιθέτως, η πλειοψηφία, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου, δέχθηκε ότι:
«…επειδή πρόκειται για διοικητική έρευνα στην κατοικία και όχι για δικαστική, είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η είσοδος οργάνων της φορολογικής δικαιοσύνης στην κατοικία του φορολογουμένου (αμιγή ή μικτή) για τη διενέργεια φορολογικών ελέγχων με μόνη την εντολή του αρμοδίου Εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής αρχής κατά τη διάρκεια του ελέγχου και των ερευνών…».-
4.- Συνολική, έστω και συνοπτική, παρουσίαση του όλου θέματος έκανε η εβδομαδιαία εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ (17/08/2014 – σελ. 13).-
5.- Μεταξύ εκείνων που αντέδρασαν έντονα ήταν και η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, η οποία σε ανακοίνωσή της, με σχετικό Δελτίο Τύπου, διαμαρτυρήθηκε εντονότατα και κατέκρινε τη γνωμοδότηση ως απολύτως αντισυνταγματική.-
β!
6.- Ενόψει των, κατά τα ανωτέρω, αντιδράσεων το Υπουργείο Οικονομικών απέστειλε σχετικό ερώτημα προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η Διοικητική Ολομέλεια της οποίας συνεδρίασε και, κατά πλειοψηφία 6 προς 5, έκρινε εαυτήν αναρμοδία να αποφανθεί, γι′ αυτό και παρέπεμψε το θέμα στον, αρμόδιο για οικονομικά θέματα, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Νίκο Παντελή, ο οποίος υπήρξε και εισηγητής του θέματος στην ολομέλεια.-
7.- Κατά πληροφορίες, η γνωμοδότηση του εν λόγω Δικαστικού Λειτουργού δεν πρόκειται να βραδύνει, δοθέντος ότι ο κ. Νίκος Παντελής ήταν και ο εισηγητής του θέματος στη Διοικητική Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Από την εισήγησή του μεταφέρονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:
«…Τέλος τα όρια μεταξύ προληπτικού και κατασταλτικού διοικητικού ελέγχου, ιδιαίτερα στο πεδίο της φορολογικής νομοθεσίας, είναι εντελώς δυσδιάκριτα. Πράγματι η αθρόα ποινικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, με αναδρομική μάλιστα ισχύ ακόμη και δυσμενέστερων δικονομικών διατάξεων (βλ. Ολομ. ΑΠ Σε Συμβούλιο 1/2014) και η καθιέρωση των φορολογικών εγκλημάτων ως διαρκώς αυτόφωρων, έχει δημιουργήσει ένα θολό και δυσερμήνευτο νομικό τοπίο, εντός του οποίου ο οποιοσδήποτε έλεγχος αυτού του είδους, μπορεί να προσλάβει και χαρακτήρα ποινικό (έστω και σε βάθος χρόνου) με την ανεύρεση και κατάσχεση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ανεπίσημων φορολογικών εγγράφων ή κρυμμένων χρηματικών ποσών που μπορούν να θεωρηθούν ότι σχετίζονται με μη αποδοθέντα ΦΠΑ κλπ. Τελικό αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ενδέχεται να είναι η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς, οπότε οι σχετικές μεν εκθέσεις μπορεί να προσλάβουν τον χαρακτήρα εκθέσεων κατασχέσεως κατά τον ΚΠοινΔ, τα δε κατασχεθέντα στοιχεία να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα σε μία ποινική διαδικασία. Για τη διασφάλιση συνεπώς της εγκυρότητας των στοιχείων αυτών, επιβάλλεται οι κατ” οίκον έρευνες που διενεργούνται στα πλαίσια αυτά, να περιβληθούν με τις ίδιες δικαιοκρατικές εγγυήσεις που περιβάλλονται και οι ανακριτικές έρευνες, αυτές δηλαδή που αποσκοπούν στην διακρίβωση της τέλεσης αξιοποίνων πράξεων, περί των οποίων δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι διενεργούνται πάντοτε με την παρουσία δικαστικού λειτουργού.
Κατ” ακολουθία των ανωτέρω, κατά τη γνώμη μας, η παράγραφος 3 του άρθρου 25 του Ν. 4174/2013, με την οποία ορίζεται ότι «… Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να διενεργεί επιτόπιο φορολογικό έλεγχο και εκτός του επισήμου ωραρίου εργασίας εφόσον απαιτείται από το είδος των δραστηριοτήτων του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στην εντολή φορολογικού ελέγχου. Η είσοδος στην κατοικία του φορολογουμένου επιτρέπεται μόνο με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα…», καθώς και η παράγραφος 3 του άρθρου 40 του αυτού ως άνω νόμου, με το οποίο ορίζεται ότι «ο Γενικός Γραμματέας (Δημοσίων Εσόδων) ή τα νομίμως εξουσιοδοτημένα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε κάθε δικαστική ή οποιαδήποτε άλλη νόμιμη ενέργεια που αποσκοπεί, άμεσα ή έμμεσα, στην είσπραξη φόρων και λοιπών εσόδων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της κατάθεσης αίτησης πτώχευσης του οφειλέτη του Δημοσίου της άσκησης αγωγής διάρρηξης. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ισχύει αναλόγως η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του Κώδικα», με τις οποίες προβλέπεται η διενέργεια κατ” οίκον ερευνών από όργανα της φορολογικής διοίκησης, με απλή εντολή του εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού, για οποιονδήποτε λόγο και αν γίνονται αυτές και οποιονδήποτε σκοπό και αν εξυπηρετούν, κείνται εκτός του πλαισίου της συνταγματικής μας τάξης και συνεπώς είναι ανεφάρμοστες …».-
γ!
8.- Στην ανωτέρω επιχειρηματολογία μπορεί (και πρέπει) κανείς να προσθέσει και τα ακόλουθα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα και με πλήρη θεμελίωση, νομικά κείμενα:
8.1.- Τη μελέτη του καθηγητή Αγγέλου Κωνσταντινίδη με τίτλο Έρευνες και κατασχέσεις σε δικηγορικά γραφεία, που δημοσιεύεται σε ΠΧρ ΜΕ/1995 σελ. 865 επ. και περιέχει πλήρη ανάπτυξη όλων των, σχετικών με το συγκεκριμένο θέμα, λεπτομερειών.-
8.2.- Τη γνωμοδότηση των καθηγητών Στεφ. Παύλου, Κατερ. Φουντεδάκη και Γιώργου Δημήτραινα με τίτλο Αποδεικτικές απαγορεύσεις και υιοθεσία, που δημοσιεύεται στο περιοδικό ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ του έτους 2002 σελ. 915 επ. Η γνωμοδότηση εγράφη εξ αφορμής ερεύνης και κατασχέσεων σε δικηγορικό γραφείο, είναι κατηγορηματικώς αντίθετη σε μια τέτοια ενέργεια, η δε επιχειρηματολογία της στηρίζεται, κατά βάση, στο Σύνταγμά μας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων.-
8.3.- Ενόψει δε του προφορικώς αναπτυχθέντος θέματος (κεφ. Γ! ανωτ.), τη μελέτη της Ελένης Μιχαλοπούλου, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών, με τίτλο Ο θεσμός του Οικονομικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, που πρόσθεσε στον Ν. 2523/1997 το άρθρο 17Α και η αντιμετώπιση των φορολογικών αδικημάτων, που δημοσιεύεται στο ίδιο, παραπάνω, περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη (2014/610 επ).-
Λάρισα, 10 Οκτωβρίου 2014
Δ!
Συμπλήρωση
Μέχρι να γίνει η τελική επεξεργασία της εισηγήσεως δημοσιεύθηκε η υπ” αριθ. 6/14.10.2014 γνωμοδότηση του ΑντεισΑΠ κ. Νικολάου Παντελή, η οποία είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και το τελικό συμπέρασμα της οποίας είναι σύμφωνο με την προπαρατεθείσα εισήγησή του προς την Διοικητική Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Η υπογραφή της εν λόγω γνωμοδοτήσεως δημοσιοποιήθηκε και στον καθημερινό και οικονομικό τύπο, όπως, ενδεικτικώς, στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (15/10 – σελ. 19 επάνω δεξιά).-
Aθήνα, 16 Οκτωβρίου 2014
ECHR
Balta and Demir v. Turkey
Likewise, the trial court had not stated the reasons that had led it to preserve the witness’s anonymity and not to hear evidence from him in the presence of the defence. In dismissing the defence’s request for the witness to be examined, the Assize Court had merely stated that the witness’s identity could not be disclosed and that his statement had been taken on the basis of judicial instructions. Since the domestic courts had not demonstrated that they had sought to establish why the witness had been granted anonymity and why he had not given evidence in the presence of the defence, it could not be said that there had been good reason for preventing the defence from questioning the witness or having him questioned. The Court noted that the domestic courts had taken into account a number of items of evidence in convicting Mr Balta and Mr Demir of membership of an illegal organisation. However, while the statement of the anonymous witness was not the sole evidence on which the applicants’ conviction had been based, it had nonetheless been decisive. The finding that organic links existed between the applicants and the illegal organisation had been based mainly on the statements of the anonymous witness. The Court noted that, since the witness had never appeared before the judges of the Malatya Assize Court, the latter had not had a chance directly to assess the credibility and reliability of his testimony. The absence of this anonymous witness had denied the trial judges the opportunity to observe his conduct under questioning and to form their own opinions as to his credibility. Lastly, the Court observed that the applicants and their lawyers had not had the opportunity at any stage in the proceedings to question the anonymous witness and to cast doubt on his credibility. They had therefore been unable to observe his reaction to direct questions that would have allowed them to test the reliability of his statements. Where the judge gave permission for evidence to be heard from a witness without the defence present, the anonymous witness could be questioned in a room away from the hearing room, with an audio and video link enabling the accused to put questions to the witness. The Assize Court had not followed that procedure, provided for by domestic law, and had offered no explanation in that regard. The court had apparently not even considered implementing the procedural safeguards provided for by Turkish law, in cases involving the use of anonymous witness testimony, in order to counterbalance the handicap caused to the defence by the lack of a direct confrontation. As a general rule, any measure restricting the rights of the defence had to be strictly necessary; if a less restrictive measure could suffice then that measure should always be applied. However, the reasoning of the Assize Court’s decision gave no indication that less restrictive measures had been considered. Accordingly, it could not be said that the procedure followed before the authorities had afforded Mr Balta and Mr Demir safeguards capable of counterbalancing the handicaps under which the defence had laboured. Consequently, having regard to the overall fairness of the proceedings, the Court held that the applicants’ defence rights had been restricted to an extent incompatible with the requirements of a fair trial, and that there had been a violation of Article 6 § 1 taken in conjunction with Article 6 § 3 (d) of the Convention. Just satisfaction (Article 41) The Court held that Turkey was to pay the applicants 2,000 euros (EUR) each in respect of non-pecuniary damage.
Ellis and Simms and Martin v. the United Kingdom
The Court concluded, applying the approach in Al-Khawaja and Tahery, that in cases concerning anonymous witnesses, Article 6 § 3 (d) imposed three requirements: first, there had to be a good reason to keep secret the identity of the witness; second, the Court had to consider whether the evidence of the anonymous witness was the sole or decisive basis of the conviction; and third, where a conviction was based solely or decisively on the evidence of anonymous witnesses, the Court had to satisfy itself that there were sufficient counterbalancing factors, including strong procedural safeguards, to permit a fair and proper assessment of the reliability of that evidence to take place. In this case, the Court emphasised that there was a clear public interest in ensuring that gang-related crime was prosecuted, and that allowing witnesses to give evidence anonymously was an important tool in enabling such prosecutions. It had not been disputed that Mark Brown feared retribution had his identity been disclosed and the Court therefore accepted that there had been good reasons to permit him to give evidence anonymously. As to the sole and decisive nature of the evidence, the Court referred to the other prosecution evidence in the case. It was satisfied that Mark Brown’s evidence was not the “sole evidence” but accepted, like the trial judge, that there was a possibility that his evidence might have been decisive in respect of at least some of the applicants. It was therefore necessary to examine the counterbalancing factors in place to permit a fair and proper assessment of the reliability of Mark Brown’s evidence. The Court referred to a number of aspects of the trial. First, the applicants’ lawyers, the judge and the jury had all been able to make their own assessment of the reliability of Mark Brown’s statements, given that they all could see and hear him give evidence and could therefore observe his behaviour during the trial. Second, the trial judge had ruled on the question of the admission of Mark Brown’s anonymous evidence several times, each time conducting a detailed examination of the relevant issues and bearing in mind the need to ensure a fair trial. Third, the judge had emphasised the need for independent evidence implicating the applicants in the shootings. Fourth, the jury had been warned by the judge to approach Mark Brown’s evidence with caution and the judge had given them specific instructions about the limitations on the defence and the need for supporting evidence. Fifth, there had been substantial disclosure about Mark Brown which had provided extensive material for cross-examination. Finally, effective cross-examination of Mark Brown had in fact taken place. The Court concluded that the applicants had been able to challenge effectively the reliability of Mark Brown’s evidence. The Court was accordingly satisfied that the jury had been able to conduct a fair and proper assessment of the reliability of Mark Brown’s evidence in the applicants’ trial. It therefore dismissed the applicants’ complaints and declared the case inadmissible.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΟΠΑΔΩΝ, ΤΗ ΒΙΑ, ΤΗ ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Επιμέλεια Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης
===Από την παρακολούθηση της εμπειρικής πραγματικότητας στις βασικές αθλητικές εκδηλώσεις στη χώρα μας, όπου υπάρχει το στοιχείο του ανταγωνισμού, κύρια θέση έχει η θεσμική διαχείριση του ζητήματος των οπαδών των ομάδων, που εμπλέκονται στην αθλητική εκδήλωση, αφού είναι συχνό το φαινόμενο της βίας στους αγωνιστικούς χώρους, ή και σε άλλους χώρους με αφορμή όμως την αθλητική συνάντηση των ομάδων. Έτσι κατά τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 4326/2015, ο αρμόδιος για τον αθλητισμό Υπουργός με αιτιολογημένη απόφασή του που λαμβάνεται έπειτα από γνώμη της ΔΕΑΒ και της οικείας αθλητικής Ομοσπονδίας, μπορεί για λόγους δημόσιας τάξης ή δημοσίου συμφέροντος να αποφασίζει σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εκτός των άλλων, τη διακοπή πρωταθλήματος ή οποιασδήποτε αθλητικής εκδήλωσης.
===Εκείνο που πρέπει επίσης να τονιστεί είναι ότι με βάση το άρθρο 56Α ν.2725/1999 οι αθλητικές εγκαταστάσεις κατατάσσονται σε κατηγορίες, ανάλογα με το είδος, το μέγεθος, τη δυναμικότητά τους και την κατηγορία των αγώνων που φιλοξενούν. Στην ομάδα Α1 αντιστοιχούν οι υπαίθριες εγκαταστάσεις χωρίς θεατές ή έως 500 θεατές, σε οικισμούς με πληθυσμό έως 200 κατοίκους, στις οποίες διεξάγονται μόνο προπονήσεις.
Στην Ομάδα Γ1: Υπαίθριες εγκαταστάσεις από 500 έως 5.000 θεατές, όπου διεξάγονται διεθνείς αγώνες ή αγώνες επαγγελματικών κατηγοριών, στην Ομάδα Γ2: Υπαίθριες εγκαταστάσεις με 5.000 θεατές και πάνω, ανεξάρτητα από την κατηγορία των αγώνων, στην Ομάδα ΣΤ οι Κλειστές εγκαταστάσεις με πάνω από 1.000 θεατές, όπου διεξάγονται διεθνείς αγώνες ή αγώνες επαγγελματικών κατηγοριών.
Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού εκδίδει απόφαση με την κατάταξη όλων των εθνικών και ολυμπιακών αθλητικών εγκαταστάσεων.
===Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟΑ/ΓΔΥΑ/ΔΤΥ/ΤΠΑ ΑΕ/408113/21902/2725/603/2017 ΦΕΚ 3568/Β/10-10-2017 και ειδικότερα με το άρθρο 5 σε αθλητικές εγκαταστάσεις των ομάδων Γ1, Γ2 και ΣΤ εξετάζονται οι τρόποι προφύλαξης των αθλουμένων από πράξεις βίας. Ειδικότερα ελέγχεται η εξασφάλιση της προϋπόθεσης να μη διασταυρώνονται οι διαδρομές των αθλουμένων με αυτές των θεατών στην εγκατάσταση και να μη συνυπάρχουν στους ίδιους χώρους κατά τη διάρκεια των αγώνων. Για τον λόγο αυτό οι είσοδοι και έξοδοι των αθλητών στην αθλητική εγκατάσταση πρέπει να είναι διαφορετικές από αυτές των θεατών. Το ίδιο ισχύει, αν τα αποδυτήρια αποτελούν ανεξάρτητο κτίριο μέσα στην αθλητική εγκατάσταση, οπότε πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη προστασία του από τους θεατές, με κατάλληλη περίφραξη ή κάθε άλλο πρόσφορο μέσον. Για την προφύλαξη των αθλουμένων, ο αγωνιστικός χώρος πρέπει να διαχωρίζεται από τους θεατές με κιγκλίδωμα ή άλλη κατάλληλη διαμόρφωση (τάφρος, υψομετρική διαφορά κ.λπ.), με τρόπο τέτοιο, που να αποκλείει ή να αποτρέπει την είσοδο θεατών σε αυτόν από οποιοδήποτε σημείο.
Ακόμη στο άρθρο 20 της εν λόγω ΚΥΑ ορίζεται ότι η άδεια διεξαγωγής της αθλητικής συνάντησης εκδίδεται από εφόσον η αθλητική εγκατάσταση διαθέτει την προβλεπόμενη στην προαναφερόμενη διάταξη άδεια λειτουργίας, όπου αυτή απαιτείται, ή την βεβαίωση καταλληλότητας. Η άδεια διεξαγωγής αναφέρει την αθλητική συνάντηση, τις αγωνιζόμενες ομάδες ή σωματεία, την αθλητική εγκατάσταση, την ημερομηνία και την ώρα τέλεσης της συνάντησης. Για την έκδοση της άδειας διεξαγωγής της αθλητικής συνάντησης, απαιτείται ο χρήστης (διοργανωτής ή γηπεδούχος) να έχει εξασφαλίσει τη χρήση της αθλητικής εγκατάστασης κατά την ημέρα και ώρα της διεξαγωγής της αθλητικής συνάντησης από τη διοίκηση της αθλητικής εγκατάστασης. Η άδεια κοινοποιείται στην οικεία αστυνομική ή κατά περίπτωση λιμενική αρχή τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της αθλητικής συνάντησης. Είναι δυνατόν η άδεια διεξαγωγής να περιλαμβάνει περισσότερες αθλητικές συναντήσεις, στην ίδια αθλητική εγκατάσταση και στα πλαίσια της ίδιας διοργάνωσης.
===Περαιτέρω στην Υπουργική Απόφαση 38404/2009 - ΦΕΚ Β-1780/26-8-2009 σχετικά με την έγκριση του ενιαίου κανονισμού ασφάλειας αθλητικών εκδηλώσεων και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 7 προσδιορίζεται ότι εμπλεκόμενοι φορείς εκτελούν τα θεσμικά τους καθήκοντα κάθετα και οριζόντια. Όταν απαιτηθεί να υπάρξει διαλειτουργικότητα και συντονισμός μεταξύ των εμπλεκομένων, τότε όλοι εντάσσονται κάτω από τις οδηγίες του αρμόδιου για την αντιμετώπιση συγκεκριμένου κάθε φορά θέματος, όπως αυτός καθορίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία, ο οποίος κατά περίπτωση είναι:
α) Για θέματα ασφάλειας και πρόληψης αναταραχών, η Ελληνική Αστυνομία.
β) Για τη διατήρηση της ευταξίας - ταξιθεσίας αποφυγή συνωστισμού, ελέγχου εισόδου θεατών, το ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας, και εφ' όσον χρειασθεί και το αστυνομικό προσωπικό.
γ) Για θέματα αθλητικής - αγωνιστικής φύσεως, η διοργανώτρια Αρχή και ο παρατηρητής αγώνα της αθλητικής εκδήλωσης.
δ) Για θέματα διάσωσης, πυρόσβεσης και για την αντιμετώπιση φυσικών ή τεχνολογικών καταστροφών, το Πυροσβεστικό Σώμα και η Γ.Γ.Π.Π.. Εάν υπάρχουν φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές που επηρεάζουν γενικότερα την περιοχή και όχι μόνο την αθλητική εγκατάσταση, θα έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα σχέδια περί πολιτικής προστασίας, σύμφωνα με τον ν. 3013/2002.
ε) Για θέματα υποχρεωτικής - βίαιης εκκένωσης σταδίου για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας η Ελληνική Αστυνομία.
στ) Για λοιπά θέματα εκκένωσης λόγω καταστροφής, δολιοφθοράς κλπ ο ιδιοκτήτης ή χρήστης του γηπέδου σύμφωνα με σχέδιο εκκένωσης, το οποίο συντάσσεται με ευθύνη του βάσει των οικείων κανονισμών και ιδιαιτεροτήτων του αθλήματος και πιστοποιείται από την οικεία διοργανώτρια αρχή.
ζ) Για άμεση παροχή πρώτων βοηθειών και διακομιδή τραυματιών, το ΕΚΑΒ.
===Εκείνο που πρέπει ιδιαίτερα να αναφερθεί είναι ότι με το άρθρο 5 Ν.4049.2012 προβλέφθηκαν διοικητικά μέτρα κατά της βίας στα γήπεδα. Έτσι Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Δ.Ε.Α.Β. και της ΕΛ.ΑΣ., μπορεί για λόγους δημοσίας τάξης ή δημοσίου συμφέροντος να αποφασίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις:
α. η απαγόρευση διάθεσης εισιτηρίων για οποιαδήποτε αθλητική εκδήλωση ή η αναβολή οποιασδήποτε αθλητικής εκδήλωσης,
β. η απαγόρευση μετακίνησης οπαδών στην έδρα αντίπαλης ομάδας διαρκώς ή πρόσκαιρα
γ. η αλλαγή του τόπου διεξαγωγής μιας αθλητικής εκδήλωσης, μετά από γνώμη της διοργανώτριας αρχής,
δ. η λήψη κάθε πρόσφορου προληπτικού μέτρου, αν τούτο κρίνεται αναγκαίο, για την αποτροπή σοβαρής διατάραξης της Δημόσιας Τάξης.
=== Επιπρόσθετα με το άρθρο 7 ν.4049/2012 που τροποποίησε το άρθρο 41Δ Ν.2725/1999 υιοθετήθηκαν περαιτέρω μέτρα με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στο θέμα των οργανωμένων μετακινήσεων οπαδών ομάδων. Κατά την παράγραφο 6 η αρμόδια αστυνομική αρχή αποκλείει την πρόσβαση στην αθλητική εγκατάσταση ομάδων φιλάθλων που δεν διαθέτουν εισιτήρια επικείμενης αθλητικής συνάντησης ή τα προμηθεύτηκαν κατά παράβαση των διατάξεων που ισχύουν. Επίσης αποκλείει την πρόσβαση στην αθλητική εγκατάσταση προσώπων που βρίσκονται σε προφανή κατάσταση μέθης ή υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή κατέχουν εισιτήρια και προσέρχονται στην αθλητική εγκατάσταση. Κατά την παράγραφο 8εδ.α. τα αθλητικά σωματεία, Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α. οφείλουν να μισθώνουν το μαζικό μέσο μεταφοράς που πρόκειται να χρησιμοποιήσουν οι οπαδοί τους μέλη Λεσχών Φίλων, προκειμένου να προσέλθουν ή να αποχωρήσουν οργανωμένα από μία αθλητική συνάντηση. Ως οργανωμένη μετακίνηση νοείται και η καθ' οιονδήποτε τρόπο οργάνωση ταυτόχρονης μετακίνησης με περισσότερα μεταφορικά μέσα ιδιωτών, αν η έκταση και η μορφή της μετακίνησης αυτής προσιδιάζει σε μαζική μετακίνηση οπαδών για την παρακολούθηση αθλητικής συνάντησης της ομάδας τους σε αντίπαλη έδρα. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, ύστερα από γνώμη της Δ.Ε.Α.Β. και της ΕΛ.ΑΣ., μπορεί, εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι διαφύλαξης της δημόσιας τάξης, να απαγορεύεται η οργανωμένη μετακίνηση φιλάθλων. Κατά το εδάφιο β της παραγράφου 8 η διενέργεια οργανωμένης μετακίνησης οπαδών από μη δικαιούμενους προς τούτο ή η παραβίαση της απαγόρευσης οργανωμένης μετακίνησης επισύρει για τον διοργανωτή της μετακίνησης, τον ιδιοκτήτη, εφόσον γνώριζε ότι διαθέτει το μεταφορικό του μέσο για παρανόμως οργανωθείσα μετακίνηση, το μισθωτή του μεταφορικού μέσου και τον οδηγό αυτού ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή. Αν η συντελεσθείσα παράνομη μετακίνηση έχει ως συνέπεια τη δημιουργία σοβαρών επεισοδίων ή άλλων πράξεων βίας που τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 41ΣΤ του ν. 2725/1999, ο διοργανωτής της μετακίνησης και ο χρήστης του μεταφορικού μέσου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Οι εν γνώσει τους μετέχοντες σε παράνομα οργανωμένη μετακίνηση οπαδών τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους και χρηματική ποινή. Σε περίπτωση υποτροπής ή εάν κατά την μετακίνηση βρέθηκαν όπλα, εύφλεκτες ύλες, εκρηκτικά, ναρκωτικές ουσίες και γενικώς αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής αθλητικής εκδήλωσης, η ποινή που επιβάλλεται στους κατέχοντες αυτά για τις πράξεις των προηγούμενων περιπτώσεων δεν μετατρέπεται σε χρηματική, δεν αναστέλλεται και δεν συγχωνεύεται με ποινές που επιβάλλονται για άλλες πράξεις.
Τέλος κατά την παράγραφο 19 του άρθρου 41Δ οι διοικήσεις των διοργανωτριών αρχών των πρωταθλημάτων και των γηπεδούχων ομάδων έχουν δικαίωμα με απόφασή τους να απαγορεύουν αιτιολογημένα την είσοδο σε συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση σε κάθε πρόσωπο, το οποίο, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων και της συμπεριφοράς του, ενδέχεται να δημιουργήσει επεισόδια σε αυτή και ιδίως σε πρόσωπα που έχουν παραβιάσει τους κανονισμούς ασφαλείας ή κρίνονται ύποπτα διάπραξης αδικημάτων σχετιζόμενων με τη βία στα γήπεδα ή αρνούνται τη σωματική έρευνα από το προσωπικό ασφαλείας των γηπέδων ή βρίσκονται υπό την επήρεια ουσιών και αλκοόλ. Η απόφαση αυτή, η οποία πρέπει να εδράζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, γνωστοποιείται στην επιτόπια αστυνομική δύναμη.
=== Το ζήτημα της διαύγειας στους αθλητικούς αγώνες αποτελεί μέριμνα και του ευρωπαίου νομοθέτη και έτσι αξίζει να αναφερθεί η πρόταση του Συμβουλίου για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη χειραγώγηση των αθλητικών αγώνων όσον αφορά θέματα που δεν άπτονται του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις Το σχετικό κείμενο συντάχθηκε στο Magglingen/Macolin, την 18η Σεπτεμβρίου 2014
Κατά το άρθρο 15 κάθε συμβαλλόμενο μέρος εξασφαλίζει ότι οι οικείοι εθνικοί νόμοι καθιστούν δυνατή την επιβολή ποινικών κυρώσεων για τη χειραγώγηση αθλητικών αγώνων, όταν αυτή εμπεριέχει πρακτικές καταναγκασμού, διαφθοράς ή εξαπάτησης, όπως καθορίζονται από το εθνικό του δίκαιο.
Κατά το άρθρο 16 κάθε συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει όποια νομοθετικά ή άλλα μέτρα ενδέχεται να είναι αναγκαία για τον χαρακτηρισμό ως ποινικών αδικημάτων, δυνάμει του οικείου εθνικού δικαίου, των πρακτικών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση προϊόντων εγκλήματος και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (2005, CETS αριθ. 198), στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος (2000) ή στο άρθρο 23 παράγραφος 1 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς (2003), όταν το κύριο αδίκημα αποφέρει κέρδος και σε κάθε περίπτωση, σε περιπτώσεις εκβιασμού, διαφθοράς και απάτης. Στον καθορισμό του φάσματος των αδικημάτων που θα καλύπτονται ως κύρια αδικήματα κάθε συμβαλλόμενο μέρος δύναται να αποφασίζει, σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο, τον τρόπο προσδιορισμού των αδικημάτων αυτών και της φύσης τυχόν συγκεκριμένων στοιχείων που τα καθιστούν σοβαρά. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος εξετάζει την ένταξη της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων στο οικείο πλαίσιο για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, απαιτώντας από τους φορείς εκμετάλλευσης αθλητικού στοιχήματος να εφαρμόζουν δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες, να τηρούν αρχεία και να υπόκεινται σε απαιτήσεις αναφοράς.
Τέλος στο άρθρο 18 καθορίζεται η εταιρική ευθύνη και έτσι ορίζεται ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει όποια νομοθετικά ή άλλα μέτρα ενδέχεται να είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για αδικήματα της σύμβασης, τα οποία διαπράττονται προς όφελός τους από οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, και που κατέχει ηγετική θέση στο νομικό πρόσωπο, με βάση:
α εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·
β εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου·
γ εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
Με την επιφύλαξη των αρχών δικαίου του συμβαλλόμενου μέρους, η ευθύνη ενός νομικού προσώπου μπορεί να είναι ποινική, αστική
===Η διάταξη που στο εσωτερικό μας δίκαιο προστατεύεται η καθαρότητα του αποτελέσματος μιας αθλητικής εκδήλωσης είναι αυτή του άρθρου 132 ν.2725/1999. Ειδικότερα:
1. Όποιος παρεμβαίνει με αθέμιτες ενέργειες, με σκοπό να επηρεάσει την εξέλιξη, τη μορφή ή το αποτέλεσμα αγώνα οποιουδήποτε ομαδικού ή ατομικού αθλήματος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
Σχόλια:Επομένως με βάση την εν λόγω διάταξη τιμωρείται όποιος αναπτύσσει μια πρωτοβουλία μεσολάβησης με πράξη που δεν στηρίζεται σε κανόνα δικαίου και επιδιώκει με τη συμπεριφορά αυτή να μεταβάλει τη ροή, τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά και την τελική έκβαση αθλήματος.
2. Όποιος, για τον ίδιο σκοπό, απαιτεί ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα ή οποιαδήποτε άλλη παροχή ή υπόσχεση αυτών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή από διακόσιες χιλιάδες (200.000) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.
Σχόλια: Στην παράγραφο αυτή ποινικοποιείται η αξίωση λήψης, η λήψη οποιασδήποτε φύσης δώρου, κέρδους, ανταμοιβής ή αξίωση ή λήψη της υπόσχεσης για όφελος χωρίς να συνδέεται αιτιωδώς με τη διενέργεια παράνομης ή νόμιμης πράξης αλλά αρκεί να συνδέεται με την επιδίωξη να να μεταβάλει τη ροή, τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά και την τελική έκβαση αθλήματος. Τούτο έχει ως ευεργετική συνέπεια τη διεύρυνση των ορίων στο φυσικό υποκείμενο τέλεσης της πράξης.
3. Με την ίδια ποινή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου τιμωρείται και όποιος για τον ίδιο σκοπό κατά την παράγραφο αυτή προσφέρει, δίνει ή υπόσχεται σε αθλητή, προπονητή, διαιτητή ή διοικητικό παράγοντα ή άλλο πρόσωπο που συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τον αθλητή, τον διαιτητή, το σωματείο, την Α.Α.Ε. ή το Τ.Α.Α., δώρα, ωφελήματα ή άλλες οποιεσδήποτε παροχές.
Σχόλια: Στην παράγραφο αυτή τιμωρείται οποιοσδήποτε έχει την ενεργητική πρωτοβουλία της δωροδοκίας, δηλαδή αυτός που θέτει στη διάθεση του άλλου, που παραδίδει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να δώσει σε συγκεκριμένο όμως κύκλο προσώπων δηλαδή αθλητή, προπονητή, διαιτητή ή διοικητικό παράγοντα ή άλλο πρόσωπο που συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τον αθλητή, τον διαιτητή, το σωματείο, την Α.Α.Ε. ή το Τ.Α.Α οφέλη με την επιδίωξη να μεταβληθεί η ροή, τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά και η τελική έκβαση αθλήματος.
4. Εάν από την αξιόποινη πράξη των προηγούμενων παραγράφων 1 έως 3 επιτεύχθηκε ο σκοπός που επιδίωκε ο δράστης ή αν ο αγώνας το αποτέλεσμα του οποίου αλλοιώνεται περιλαμβάνεται σε στοιχηματικές διοργανώσεις του εσωτερικού ή εξωτερικού, τότε ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών.
Σχόλια: Πρόκειται για τη διακεκριμένη περίπτωση των αξιόποινων συμπεριφορών των παραγράφων 1-3, αφού πια όταν η επιδίωξη να μεταβληθεί η ροή, τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά και η τελική έκβαση αθλήματος με καθέναν από τους ανωτέρω τρόπους καταστεί δυνατή ή όταν άλλαξε με τους τρόπους των άρθρων 1-3 το αποτέλεσμα του αγώνα που εμπίπτει στις στοιχηματικές που διοργανώνονται επίσημα στην ελλάδα και στην αλλοδαπή, τότε η πράξη αποκτά κακουργηματικό χαρακτήρα.
Στην παράγραφο 5 προσδιορίζονται ευεργετικά μέτρα για κάποιον από τους υπαιτίους των πράξεων των παραγράφων 1-4 και έτσι αν κάποιος από τους υπαίτιους των πράξεων των παραγράφων 1 έως 4 καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή με τον ίδιο τρόπο συμβάλει ουσιωδώς στην τιμωρία τους, απαλλάσσεται από την ποινή για τις πράξεις αυτές. Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με αιτιολογημένη διάταξή του απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά του προσώπου αυτού, αν, δε, το πρόσωπο αυτό έχει ήδη τελέσει κάποιο από τα διωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 ως 4, το δικαστήριο επιβάλλει σε αυτόν ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα.
===ΟΙ διατάξεις του άρθρου 41ΣΤ Ν.2725/1999 σύμφωνα με τη μελέτη του Θεόφιλου Παπαδόπουλου (δημ. Ποιν.Δικ) εφαρμόζονται τουλάχιστον στις επίσημες αθλητικές εκδηλώσεις, που τελούνται σε θεσμούς, τους οποίους διοργανώνει η οικεία ομοσπονδία του αθλήματος, και κατά τον εσωτερικό κανονισμό της αλλά και κατά τον κανονισμό παιδιάς του αθλήματος, όπως τον καθορίζει η εκάστοτε διεθνής ομοσπονδία, τηρείται φύλλο αγώνα. Συμπεριλαμβάνονται όμως και οι φιλικές συναντήσεις προετοιμασίας, οι οποίες τελούνται υπό τη σχετική επίβλεψη της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας και έχουν τεθεί υπόψη της εκάστοτε Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας . Δεν υπάρχει έδαφος ερμηνευτικής αποδοχής περιπτώσεων, όπως μια προπόνηση ή ένας (απλός και όχι επίσημος) φιλικός αγώνας προετοιμασίας, που καθορίστηκε ανάμεσα στους προπονητές δύο ομάδων ευκαιριακά ή ενδεχομένως και μυστικά, αφού από τα πράγματα δεν υπάρχει η ανακοίνωση της συνάντησης προς τρίτους οπαδούς ή φιλάθλους, ώστε να ενεργοποιείται η διάταξη του άρθρου 41ΣΤ.
===Επιπλέον πρέπει να αναζητηθούν ερμηνευτικές προσεγγίσεις για επιμέρους ζητήματα.
1ον. Μια αθλητική εκδήλωση αρχίζει όταν ο διαιτητής του αγώνα (ή ο υπεύθυνος για τη διεξαγωγή του εκάστοτε αγωνίσματος) σηματοδοτεί την έναρξη αυτού με τον τρόπο που προβλέπεται από τους οικείους κανονισμούς. Στην περίπτωση που από τον κανονισμό του συγκεκριμένου αγωνίσματος οριοθετείται χρονικά η διάρκειά του, ο αγώνας ολοκληρώνεται μετά το πέρας του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος (π.χ. αγώνας καλαθοσφαίρισης), ενώ όταν το αγώνισμα επιτρέπεται να φτάσει στο τέλος του με την ανάδειξη του νικητή π.χ. στα πλαίσια αγωνισμάτων που διεξάγονται σε ρινγκ), αυτή αποτελεί το χρονικό σημείο λήξης του.
Ζήτημα γεννάται με τις προβλεπόμενες ή μη διακοπές που πραγματοποιούνται στα πλαίσια μιας αθλητικής εκδήλωσης. Εντάσσονται στη διάρκεια του αγώνα με την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 41 ΣΤ΄, έτσι ώστε, εάν τελεστούν κατά τη διάρκεια αυτών οι αξιόποινες πράξεις της ίδιας παραγράφου, να τιμωρούνται από τον ίδιο νόμο ή όχι.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αναμφίβολα καταφατική. Αθλητική εκδήλωση χωρίς διακοπές δεν υφίσταται. Κατά συνέπεια, η κάθε μορφής διακοπή (: για την ξεκούραση των αθλητών ή λόγω τεχνικών προβλημάτων που ανακύπτουν ή με αφορμή τον τραυματισμό ενός αθλητή) δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στη διάρκεια της αθλητικής εκδήλωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο αγώνας δεν λήγει, αλλά απλώς σταματά για ένα μικρό χρονικό διάστημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διάρκειας της όλης εκδήλωσης και οι αξιόποινες πράξεις που τυχόν λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια αυτών των χρονικών σημείων τιμωρούνται ως εγκλήματα που τελούνται κατά τη διάρκεια των αθλητικών εκδηλώσεων.
2ον Από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 41 ΣΤ΄ παρ. 1 περ. α΄ του N 2725/1999 προκύπτει ότι τα αντικείμενα που ο δράστης ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου πρέπει να είναι τέτοιου είδους, ώστε να μπορούν να προκαλέσουν έστω και ελαφρά σωματική βλάβη σε άλλο πρόσωπο. Περαιτέρω, ένα αντικείμενο πρόσφορο να προκαλέσει την παραπάνω βλάβη, είναι αρκετό να επισύρει την τιμωρία εκείνου που το ρίχνει στον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου, ακόμη κι αν τελικά ο φερόμενος ως δράστης αστόχησε ή, αν και βρήκε το στόχο του, δεν προκάλεσε την ενδεχόμενη βλάβη. Το συμπέρασμα αυτό και λογικό είναι και αναμενόμενο. Ο νομοθέτης με την τυποποίηση του ως άνω εγκλήματος τιμωρεί τη ρίψη αντικειμένων, χωρίς προφανώς να αξιώνει η ενέργεια αυτή, για να είναι αξιόποινη, να έχει προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη σε άλλον (βλ. σχετ. Φ. Ράπτη, «Βία στα γήπεδα Ποιν.Δικ Ιανουάριος 2007). Με την υπ’αριθ. 1483/2002 απόφαση του ΑΠ κρίθηκε ότι δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να αιτιολογήσει η προσβαλλόμενη απόφαση με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να προκαλέσουν σωματικές κακώσεις σε τρίτους τα τροχιοδεικτικά φυσίγγια πολεμικού τυφεκίου διαμετρήματος 7,62, που έφερε η κατηγορούμενη κατά την είσοδό της σε αθλητικό χώρο, ενόψει ποδοσφαιρικού αγώνα.
3ον. Για την έννοια της βιαιοπραγίας πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 41 ΣΤ΄ του N 2725/1999 αρκεί να τιμωρηθεί ο δράστης αν προέβη σε βιαιοπραγία κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη σε άλλο πρόσωπο. Κατά την ερμηνεία του καθηγητή Μανωλεδάκη βιαιοπραγία είναι η κακοποίηση στο σώμα άλλου, όπως το σπρώξιμο, το τράβηγμα, το σχίσιμο του ρούχου, η πίεση της παλάμης στο πρόσωπο του άλλου, όχι όμως το φτύσιμο, που αποτελεί έργω εξύβριση.
===Ένα ζήτημα που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι η τύχη της έφεσης και η προθεσμία αυτής όσον αφορά το αναστολή της ποινής φυλάκισης και της παρεπόμενης ποινής. Με βάση την παράγραφο 8 εδ. Β’ του άρθρου 41 ΣΤ Ν.Σ725/1999 η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης και η άσκηση εφέσεως δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή της. Η παρεπόμενη ποινή, που επιβλήθηκε ουδέποτε αναστέλλεται. Πλην όμως τούτη η πρόβλεψη υποχωρεί μπροστά στην τροποποίηση του άρθρου 497 ΚΠΔ με το άρθρο 27 Ν.3904/2010, ενόψει μάλιστα της ειδικής μνείας στο άρθρο 34 Ν.3904/2010, ότι οποιαδήποτε αντίθετη ρύθμιση με τις προβλέψεις του Ν.3904/201 θεωρείται ότι καταργήθηκε. Η ίδια λύση πρέπει να δοθεί και σε άλλο δικονομικής φύσης ζήτημα, αυτό της καθ’υλην αρμοδιότητας, αφού με βάση την παράγραφο 8 εδ.α του άρθρου 41ΣΤ αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Τριμελές Πλημ/κείο, με βάση όμως τις τροποποιήσεις των άρθρων 109επ. ΚΠΔ με το Ν.3904/2010 η καθ’ύλην αρμοδιότητα καθιερώνεται για το Μονομελές Πλημ/κείο.
Άξιες μνείας είναι ακόμη δύο δικονομικές προβλέψεις στο άρθρο 41ΣΤ. Κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο δ’ της παραγράφου 8 σε περίπτωση αναβολής ή διακοπής της εκδίκασης των αδικημάτων του εν λόγω άρθρου , το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ως περιοριστικό όρο την υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 41ΣΤ. Η παραβίαση του περιοριστικού όρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, η οποία δεν αναστέλλεται και δεν μετατρέπεται σε χρηματική.» Τέλος κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 9 η αυτόφωρη διαδικασία των δεν εφαρμόζεται για πλημμελήματα, αν η πράξη στρέφεται κατά της τιμής ή αφορά βλάβη της υγείας και φέρεται ότι διαπράχθηκε από διαιτητή οποιουδήποτε αθλήματος ή βοηθό του κατά την εκτέλεση των σχετικών με τον αγώνα καθηκόντων τους, ή από αθλητή κατά τη συμμετοχή του σε αθλητική συνάντηση.
===Τέλος για την ασφάλεια στους αγωνιστικούς χώρους προβλέπεται ο έλεγχος των προσερχομένων προσώπων-θεατών. Έτσι στο άρθρο 14 παρ.7 εδ. λα’ της ΥΠΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 38404/2009 - ΦΕΚ 1780/Β'/26.8.2009 προβλέπεται ότι ο έλεγχος για λόγους ασφαλείας των προσερχομένων θεατών στην αθλητική εγκατάσταση εν όψει αθλητικής εκδήλωσης γίνεται με σωματική έρευνα από μέλος του Ιδιωτικού προσωπικού ασφάλειας του ίδιου φύλου με το θεατή. Υποχρεωτικός σωματικός έλεγχος πραγματοποιείται από την Ελληνική Αστυνομία, προσωπικό της οποίας παρίσταται στις θύρες εισόδου της αθλητικής εγκατάστασης ή καλούνται ειδικά προς τούτο. Σε περίπτωση που προσερχόμενος θεατής αρνηθεί το σωματικό έλεγχο, η αστυνομική αρχή ή το Ιδιωτικό προσωπικό ασφάλειας, εφόσον έχει προηγηθεί άρνηση ελέγχου του από την αστυνομική αρχή κατά περίπτωση, δικαιούται να απαγορεύσει την είσοδό του στην αθλητική εγκατάσταση. Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι η σωματική έρευνα από το ιδιωτικό προσωπικό ασφάλειας προϋποθέτει τη συναίνεση του θεατή, ενώ από την αστυνομική αρχή είναι υποχρεωτικός και δεν τίθεται ζήτημα συναίνεσης του προσερχόμενου θεατή.